ὀσπριώδης
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
English (LSJ)
ὀσπριῶδες, like pulse, Aq.Le.2.14, Orib.Fr.80.
German (Pape)
[Seite 397] ες, von der Art der Hülsenfrüchte, ihnen ähnlich, Athen.
Greek (Liddell-Scott)
ὀσπριώδης: -ες, (εἶδος), ὅμοιος πρὸς ὄσπριον, Ἀκύλας ἐν Παλ. Διαθ. (Λευιτ. Β΄, 14).