ὀτραλέως

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
rapidement, vivement.
Étymologie: ὀτραλέος.

English (Autenrieth)

(cf. ὀτρηρός): busily, nimbly, quickly.

Russian (Dvoretsky)

ὀτρᾰλέως: быстро, скоро (αἶψα καὶ ὀ. Hom.): τοὶ δ᾽ ὀ. ἐπίθοντο Hom. они немедленно послушались.