γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
adv.rapidement, vivement.Étymologie: ὀτραλέος.
(cf. ὀτρηρός): busily, nimbly, quickly.
ὀτρᾰλέως: быстро, скоро (αἶψα καὶ ὀ. Hom.): τοὶ δ᾽ ὀ. ἐπίθοντο Hom. они немедленно послушались.