ὀφφίκιον
From LSJ
Τα βιβλία τα παρά των ξένων επαίδευε τους εν τη αγορά ανθρώπους, τους Ομήρου φίλους → The others' books educated the people in the marketplace, the friends of Homer.
Greek Monolingual
το (AM ὀφφίκιον, Α και ὀφίκιον)
(ιδίως στους Βυζαντινούς) αξίωμα, κατά κατηγορία, διαφόρων εκκλησιαστικών, αυλικών, πολιτικών και στρατιωτικών αρχόντων της αυτοκρατορίας
νεοελλ.
δημόσιο λειτούργημα, δημόσιο αξίωμα, τίτλος, βαθμός, τιμητική διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. officium «υπηρεσία»].