ὁμογνωμόνως
From LSJ
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
French (Bailly abrégé)
adv.
d'un avis unanime.
Étymologie: ὁμογνώμων.
Russian (Dvoretsky)
ὁμογνωμόνως: единодушно, по общему мнению Isocr.