ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
3ᵉ sg. ao. itér. de ὁμοκλέω.
ὁμοκλήσασκε: Επικ. γʹ ενικ. του ὁμοκλάω.
ὁμοκλήσασκε: эп. 3 л. sing. aor. iter. к ὁμοκλέω.