ὁμοκλήσασκε

From LSJ

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao. itér. de ὁμοκλέω.

Greek Monotonic

ὁμοκλήσασκε: Επικ. γʹ ενικ. του ὁμοκλάω.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοκλήσασκε: эп. 3 л. sing. aor. iter. к ὁμοκλέω.