ὁπλιστικός

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὁπλιστικός: -ή, -όν, ἡμαρτημένη γραφὴ ἀντὶ ὁπλιτικός, Χρυσόστ. 1, 229 (;).