ὁρμειά

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

German (Pape)

[Seite 381] ἡ, = ὁρμιά, Theocr. 21, 11 u. a. sp. D., wie Leon. Tar. 25 (VI, 4).

Russian (Dvoretsky)

ὁρμειά: ἡ Theocr., Anth. = ὁρμιά.

Greek (Liddell-Scott)

ὁρμειά: ἡ, ἴδε ἐν λ. ὁρμιά.

Greek Monolingual

ὁρμειά, ἡ (Α)
(δ. γρφ.) βλ. ορμιά.

Greek Monotonic

ὁρμειά: ἡ, = ὁρμιά, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

ὁρμειά, ἡ, = ὁρμιά, Theocr.]