ὁσῶραι

From LSJ

Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin

Menander, Monostichoi, 262

German (Pape)

[Seite 401] = ὅσαι ὧραι, jede Stunde, jede Tages- od. Jahreszeit (vgl. ὁσήμεραι), erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσῶραι: Ἐπίρρ. ἀντὶ ὅσαι ὧραι, ἴδε ὁσημέραι.

Greek Monolingual

ὁσῶραι (Μ)
κάθε ώρα, κάθε στιγμή, σε κάθε καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅσαι ὧραι (πρβλ. οσημέραι)].