ὄον

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source

German (Pape)

[Seite 355] τό, die Frucht des Sperberbaumes, Sperber-, Arles- od. Adlersbeere, von den Griechen eingemacht und gegessen, Plat. Conv. 190 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὄον: τό, Λατ., sorbum, ὁ καρπὸς τῆς «σουρβιᾶς», σοῦρβον, ἴδε ἐν λ. ὄα Α.

Russian (Dvoretsky)

ὄον: τό рябина (ягода) Plat.