ὑαλίτης

From LSJ

δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark

Source

German (Pape)

[Seite 1168] ὁ, fem. ὑαλῖτις, zum Glase gehörig; γῆ, ψάμμος, Glaserde, Theophr., Strab. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλίτης: -ιδος, ἡ, ἡ ἀνήκουσα ἢ ἁρμόζουσα εἰς ὕαλον, ἁρμοδία εἰς κατασκευὴν ὑάλου, ἄμμοςψάμμος ὑαλῖτις Στράβ. 758· γῆ ὑαλ. αὐτόθι· ἴδε Θεόφρ. περὶ Λίθων 49.

Greek Monolingual

ο, Ν
(ορυκτ.) άμορφο ορυκτό διοξείδιο του πυριτίου, ποικιλία του οπαλίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hyalite <ύαλος + κατάλ. -ίτης].