ὑγρόβηξ
From LSJ
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
English (LSJ)
βηχος, ὁ, moist cough, Cass.Fel.33.
Greek Monolingual
-βηχος, ὁ, Α
βήχας που συνοδεύεται με εξαγωγή φλεμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βήξ].
κνέφας δὲ τέμενος αἰθέρος λάβῃ → and darkness had covered the region of the sky
Full diacritics: ὑγρόβηξ | Medium diacritics: ὑγρόβηξ | Low diacritics: υγρόβηξ | Capitals: ΥΓΡΟΒΗΞ |
Transliteration A: hygróbēx | Transliteration B: hygrobēx | Transliteration C: ygroviks | Beta Code: u(gro/bhc |
βηχος, ὁ, moist cough, Cass.Fel.33.
-βηχος, ὁ, Α
βήχας που συνοδεύεται με εξαγωγή φλεμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + βήξ].