ὑλία
From LSJ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
German (Pape)
[Seite 1177] ἡ, die Schuhsohle, Hesych., wahrscheinlich von Holz, lat. solea.
Greek (Liddell-Scott)
ὑλία: ἡ, τὸ πέλμα ὑποδήματος, Λατ. solea, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. πέλμα χονδρού υποδήματος
2. (κατά τον Ησύχ.) «τοὺς καρπατίνους τόμους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. solea «υπόδημα»].