ὑπέρπωλος

From LSJ

Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fidesVertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht

Menander, Monostichoi, 115

German (Pape)

[Seite 1201] an Pferden überreich, l. d. bei Aesch. Pers. 780, Schol. erkl. πολύϊππος, wo jetzt ὑπερπολλούς gelesen wird.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει πάρα πολλά νεαρά άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πῶλος «νεαρός ίππος» (πρβλ. ὑπόπωλος)].