ὑπαιδείδοικα
From LSJ
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
Ep. for ὑποδέδοικα, v. ὑποδείδω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαιδείδοικα: эп. HH pf. к ὑποδείδω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαιδείδοικα: Ἐπικ. ἀντὶ ὑποδέδοικα, πρκμ. τοῦ ὑποδείδω, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 165.
Greek Monolingual
Α
(επικ. παρακμ.) βλ. ὑποδείδω.
Greek Monotonic
ὑπαιδείδοικα: Επικ. αντί ὑποδέδοικα, παρακ. του ὑποδείδω.
Middle Liddell
[epic for ὑποδέδοικα, perf. of ὑποδείδω