ὑπαπροσθίδιος
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ὑπαπροσθίδιον, former, earlier, Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., V B.C.).
Greek Monolingual
-ον, Α προσθίδιος
1. προηγούμενος, προγενέστερος
2. πρώτος, αρχικός.