ὑπειρέβαλον

From LSJ

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

French (Bailly abrégé)

ao.2 épq. de ὑπερβάλλω.

Greek Monotonic

ὑπειρέβᾰλον: Επικ. αόρ. βʹ του ὑπερβάλλω.