ὑποδράξ
From LSJ
English (LSJ)
Adv., later form for ὑπόδρα, Call.Fr.anon.63, Nic.Th. 457,765.
German (Pape)
[Seite 1216] adv., spätere Form statt ὑπόδρα, Nic. Th. 765.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδράξ: Ἐπίρρ., μεταγεν. τύπος τοῦ ὑπόδρα, Καλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λέξ., Νικ. Θηρ. 457, 765.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. (μτγν. επικ. τ.) βλ. ὑπόδρα.