ὑπόμιγμα
From LSJ
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
mélange en dessous, mélange.
Étymologie: ὑπομίγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόμιγμα: τὸ, μῖγμα, Πλούτ. 2. 934D.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόμιγμα: ατος τό примесь Plut.