τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
ὠίετο: ἴδε οἴομαι.
see ὀίω.
ὠίετο: [ῑ], γʹ ενικ. παρατ. του οἴομαι.