ὠίετο

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὠίετο: ἴδε οἴομαι.

English (Autenrieth)

see ὀίω.

Greek Monotonic

ὠίετο: [ῑ], γʹ ενικ. παρατ. του οἴομαι.