ὠίετο

From LSJ

ὁ ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὠίετο: ἴδε οἴομαι.

English (Autenrieth)

see ὀίω.

Greek Monotonic

ὠίετο: [ῑ], γʹ ενικ. παρατ. του οἴομαι.