ὤμοσα

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

French (Bailly abrégé)

ao. de ὄμνυμι.

Greek Monotonic

ὤμοσα: αόρ. αʹ του ὄμνυμι.

Russian (Dvoretsky)

ὤμοσα: aor. к ὄμνυμι.