ὦσχος

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source

Greek (Liddell-Scott)

ὦσχος: ὠσχοφόρια, ὠσχοφόρος, ἴδε ὄσχος, ὀσχοφόρια, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
c. ὄσχος.

German (Pape)

ὁ, = ὄσχος, ὄσχη.