δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative
ὦσχος: ὠσχοφόρια, ὠσχοφόρος, ἴδε ὄσχος, ὀσχοφόρια, κλπ.
ου (ὁ) :c. ὄσχος.
ὁ, = ὄσχος, ὄσχη.