ᾤχετο

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. de οἴχομαι.

Greek Monotonic

ᾤχετο: γʹ ενικ. παρατ. του οἴχομαι.