Colchicus

From LSJ

τέχνη δὲ ἄνευ ἀλκῆς οὐδὲν ὠφελεῖ (Thucydides 2.87.4.6) → η τέχνη απαιτεί κουράγιο, skill without heart is useless

Source

Latin > French (Gaffiot 2016)

Colchĭcus,¹⁴ a, um, de Colchide : Hor. Epo. 5, 24.