Anonymous

πολυπράγμων: Difference between revisions

From LSJ
33
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> remuant, brouillon;<br /><b>2</b> qui se mêle de ce qui ne le regarde pas, qui s’ingère en toutes choses, intrigant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πρᾶγμα]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> remuant, brouillon;<br /><b>2</b> qui se mêle de ce qui ne le regarde pas, qui s’ingère en toutes choses, intrigant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πρᾶγμα]].
}}
{{grml
|mltxt=-όνος, ο, η, ΝΜΑ, και πολυπράγμονος Ν<br /><b>1.</b> αυτός που ασχολείται με [[πολλά]] πράγματα ταυτόχρονα, με πολλές υποθέσεις<br /><b>2.</b> αυτός που ασχολείται με θέματα που δεν τον αφορούν, που ανακατεύεται σε ξένες υποθέσεις<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ο άκριτα [[περίεργος]]<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[προσεκτικός]] [[ερευνητής]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[πολυπραγμόνως]] Α<br />με [[πολυπραγμοσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πράγμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πρᾶγμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>πράγμων</i>].
}}
}}