3,277,180
edits
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολυπράγμων''': -ον, γεν. -ονος, ([[πράσσω]], [[πρᾶγμα]]), ὁ ἀσχολούμενος εἰς πολλά, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολυάσχολος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ εἰς πολλὰ ἀναμιγνυόμενος, [[περίεργος]], Λατ. curiosus, οὐ γὰρ [[πολυπράγμων]] ἐστίν, ἀλλ’ [[ἁπλήγιος]] (δηλ. [[ἁπλοῦς]]) Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 27b, Ἀριστοφ. Ὄρν. 471, Λυσίας 170. 26, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 105, 245, 253· ἐπίθετον [[ὅπερ]] [[συχνάκις]] ἐδίδετο εἰς τοὺς πολυπράγμονας Ἀθηναίους ὑπὸ τῶν πολιτικῶν αὐτῶν ἀντιπάλων ὡς ἐν τοῖς δράμασι τοῖς φέρουσι τοῦτο τὸ [[ὄνομα]] τοῦ Τιμοκλέους, τοῦ Διφίλου καὶ τοῦ Ἡνιόχου· δίδεται δὲ τὸ ἐπίθετον τοῦτο καὶ εἰς τὸν Σωκράτη, οὕτω [[περίεργος]] εἶ, ὦ Σώκρατες, καὶ [[πολυπράγμων]]; Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 3. 1, 21, πρβλ. [[ἀπράγμων]], [[φιλοπράγμων]], Valck εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 785. 2) μεταγεν., καὶ σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ [[περίεργος]] [[ὅπως]] μάθῃ, Πολύβ. 9. 1, 4· Ἡρόδοτος ὁ π. Διόδ. 1. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 154. | |lstext='''πολυπράγμων''': -ον, γεν. -ονος, ([[πράσσω]], [[πρᾶγμα]]), ὁ ἀσχολούμενος εἰς πολλά, [[ὑπὲρ]] τὸ [[δέον]] [[πολυάσχολος]], ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὁ εἰς πολλὰ ἀναμιγνυόμενος, [[περίεργος]], Λατ. curiosus, οὐ γὰρ [[πολυπράγμων]] ἐστίν, ἀλλ’ [[ἁπλήγιος]] (δηλ. [[ἁπλοῦς]]) Εὔπολις ἐν «Πόλεσιν» 27b, Ἀριστοφ. Ὄρν. 471, Λυσίας 170. 26, Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 105, 245, 253· ἐπίθετον [[ὅπερ]] [[συχνάκις]] ἐδίδετο εἰς τοὺς πολυπράγμονας Ἀθηναίους ὑπὸ τῶν πολιτικῶν αὐτῶν ἀντιπάλων ὡς ἐν τοῖς δράμασι τοῖς φέρουσι τοῦτο τὸ [[ὄνομα]] τοῦ Τιμοκλέους, τοῦ Διφίλου καὶ τοῦ Ἡνιόχου· δίδεται δὲ τὸ ἐπίθετον τοῦτο καὶ εἰς τὸν Σωκράτη, οὕτω [[περίεργος]] εἶ, ὦ Σώκρατες, καὶ [[πολυπράγμων]]; Ἀρριαν. Ἐπίκτ. 3. 1, 21, πρβλ. [[ἀπράγμων]], [[φιλοπράγμων]], Valck εἰς Εὐρ. Ἱππόλ. 785. 2) μεταγεν., καὶ σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ὁ [[περίεργος]] [[ὅπως]] μάθῃ, Πολύβ. 9. 1, 4· Ἡρόδοτος ὁ π. Διόδ. 1. 37. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 154. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> remuant, brouillon;<br /><b>2</b> qui se mêle de ce qui ne le regarde pas, qui s’ingère en toutes choses, intrigant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πρᾶγμα]]. | |||
}} | }} |