Anonymous

καινίζω: Difference between revisions

From LSJ
5
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινίζω]] (Α) [[καινός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νέο ή έχω [[κάτι]] ασυνήθιστο, παράξενο («καί τι καινίζει [[στέγη]]» — το [[σπίτι]] φαίνεται να έχει [[κάτι]] παράξενο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] καινούργιο («καίνισον [[ζυγόν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]] («μέμνησο [[ἀμφίβληστρον]] ὡς ἐκαίνισαν» — να θυμάσαι το [[δίχτυ]], πώς το μεταχειρίστηκαν για [[σένα]] για πρώτη [[φορά]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>επιγρ.</b> [[νεωτερίζω]]<br /><b>5.</b> <b>επιγρ.</b> (για πόλεις) [[ανακαινίζω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[καινίζω]] εὐχάς» — [[κάνω]] [[νέες]], παράδοξες ευχές (<b>Ευρ.</b>).
|mltxt=[[καινίζω]] (Α) [[καινός]]<br /><b>1.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] νέο ή έχω [[κάτι]] ασυνήθιστο, παράξενο («καί τι καινίζει [[στέγη]]» — το [[σπίτι]] φαίνεται να έχει [[κάτι]] παράξενο, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] καινούργιο («καίνισον [[ζυγόν]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] για πρώτη [[φορά]] («μέμνησο [[ἀμφίβληστρον]] ὡς ἐκαίνισαν» — να θυμάσαι το [[δίχτυ]], πώς το μεταχειρίστηκαν για [[σένα]] για πρώτη [[φορά]], <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>επιγρ.</b> [[νεωτερίζω]]<br /><b>5.</b> <b>επιγρ.</b> (για πόλεις) [[ανακαινίζω]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[καινίζω]] εὐχάς» — [[κάνω]] [[νέες]], παράδοξες ευχές (<b>Ευρ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''καινίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ῐῶ</i> ([[καινός]]), [[καθιστώ]] [[κάτι]] καινούριο· απ' όπου, [[καί]] τι καινίζει [[στέγη]], και το [[σπίτι]] έχει [[κάτι]] περίεργο, παράξενο πάνω του, σε Σοφ.· καίνισον [[ζυγόν]], δοκίμασε το νέο [[σου]] [[ζυγό]], εγκαινίασέ τον, σε Αισχύλ.· <i>κ. εὐχάς</i>, [[προσφέρω]] καινούριες, παράδοξες προσευχές, σε Ευρ.
}}
}}