Anonymous

θέλγω: Difference between revisions

From LSJ
1,277 bytes added ,  30 December 2018
4
(16)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[θέλγω]])<br />[[προσελκύω]] κάποιον, [[γοητεύω]], [[σαγηνεύω]] (α. «τον έθελξε με το [[κάλλος]] της» β. «και μ' [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαγεύω]], [[καταπραΰνω]] κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν ὅμματα θέλγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]], [[πλανώ]], [[ξεγελώ]]<br /><b>3.</b> [[παράγω]] [[κάτι]] με μαγικά [[μέσα]], [[κάνω]] [[κάτι]] με ξόρκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σημασία]] του ρ. «[[κάνω]] [[μάγια]]» οδήγησε σε συσχετισμό του με το λιθ. <i>žvelgiu</i> «[[κοιτάζω]]», [[οπότε]] ως αρχική θεωρείται η [[σημασία]] «[[ματιάζω]], [[μαγεύω]] με το [[κακό]] [[μάτι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με τα αγγλ.-σαξον. <i>dolg</i> και αρχ. άνω γερμ. <i>tolc</i> «[[πληγή]]». Η [[σημασία]] «[[κάνω]] [[μάγια]]» εξελίχθηκε σε «[[ξεγελώ]], [[απατώ]]» και στη [[συνέχεια]] το ρ. χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά, για να δηλώσει το «[[ξεγέλασμα]]», την «[[απάτη]]» του έρωτα, [[ακόμη]] και του ύπνου. Ενδιαφέρουσα η εμφάνισή του ως α' συνθετικού με τις μορφές <i>θελξι</i>- και <i>θελγεσι</i>-, δηλ. σε α' συνθετικό του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>. Ως β' συνθετικό εμφανίζεται με τη [[μορφή]] -<i>θελγής</i> [[χωρίς]] όμως να μαρτυρείται τ. <i>θέλγος</i>. Αμφίβολη, [[τέλος]], η σύνδεσή του με το [[ασελγής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θέλγητρο]](<i>ν</i>), [[θελκτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θέλγημα]], [[θελγίν]], [[θέλγμα]], [[θέλκταρ]], [[θελκτήρ]], [[θέλκτρον]], [[θελκτύς]], [[θελκτώ]], [[θέλκτωρ]], [[θέλξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θελγεσίμυθος]], [[θελξιεπής]], [[θελξίμβροτος]], [[θελξιμελής]], [[θελξίνους]], [[θελξίπικρος]], [[θελξίφρων]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>θελξιέπεια</i>, [[θελξίθεος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θελξικάρδιος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αθελγής]], [[λυροθελγής]], [[πανθελγής]], [[πολυθελγής]], [[φρενοθελγής]].
|mltxt=(AM [[θέλγω]])<br />[[προσελκύω]] κάποιον, [[γοητεύω]], [[σαγηνεύω]] (α. «τον έθελξε με το [[κάλλος]] της» β. «και μ' [[οὔτι]] μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μαγεύω]], [[καταπραΰνω]] κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν ὅμματα θέλγει», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εξαπατώ]], [[πλανώ]], [[ξεγελώ]]<br /><b>3.</b> [[παράγω]] [[κάτι]] με μαγικά [[μέσα]], [[κάνω]] [[κάτι]] με ξόρκια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[σημασία]] του ρ. «[[κάνω]] [[μάγια]]» οδήγησε σε συσχετισμό του με το λιθ. <i>žvelgiu</i> «[[κοιτάζω]]», [[οπότε]] ως αρχική θεωρείται η [[σημασία]] «[[ματιάζω]], [[μαγεύω]] με το [[κακό]] [[μάτι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέεται με τα αγγλ.-σαξον. <i>dolg</i> και αρχ. άνω γερμ. <i>tolc</i> «[[πληγή]]». Η [[σημασία]] «[[κάνω]] [[μάγια]]» εξελίχθηκε σε «[[ξεγελώ]], [[απατώ]]» και στη [[συνέχεια]] το ρ. χρησιμοποιήθηκε μεταφορικά, για να δηλώσει το «[[ξεγέλασμα]]», την «[[απάτη]]» του έρωτα, [[ακόμη]] και του ύπνου. Ενδιαφέρουσα η εμφάνισή του ως α' συνθετικού με τις μορφές <i>θελξι</i>- και <i>θελγεσι</i>-, δηλ. σε α' συνθετικό του τύπου <i>τερψί</i>-<i>μβροτος</i>. Ως β' συνθετικό εμφανίζεται με τη [[μορφή]] -<i>θελγής</i> [[χωρίς]] όμως να μαρτυρείται τ. <i>θέλγος</i>. Αμφίβολη, [[τέλος]], η σύνδεσή του με το [[ασελγής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θέλγητρο]](<i>ν</i>), [[θελκτικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θέλγημα]], [[θελγίν]], [[θέλγμα]], [[θέλκταρ]], [[θελκτήρ]], [[θέλκτρον]], [[θελκτύς]], [[θελκτώ]], [[θέλκτωρ]], [[θέλξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θελγεσίμυθος]], [[θελξιεπής]], [[θελξίμβροτος]], [[θελξιμελής]], [[θελξίνους]], [[θελξίπικρος]], [[θελξίφρων]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>θελξιέπεια</i>, [[θελξίθεος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[θελξικάρδιος]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[αθελγής]], [[λυροθελγής]], [[πανθελγής]], [[πολυθελγής]], [[φρενοθελγής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θέλγω:''' Ιων. παρατ. <i>θέλγεσκε</i>, σε Ομήρ. Οδ.· μέλ. <i>θέλξω</i>, Δωρ. <i>-ξῶ</i>, αόρ. αʹ <i>ἔθελξα</i>· Παθ., αόρ. αʹ [[ἐθέλχθην]], Επικ. γʹ πληθ. <i>-χθεν</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[κυρίως]], [[χτυπώ]] ή [[ακουμπώ]] με μαγική [[δύναμη]], Λατ. mulcere, και [[επομένως]] [[μαγεύω]], [[θέλγω]], [[σαγηνεύω]], «[[δένω]]» με μάγια, λέγεται για τον Ερμή, αυτός που με το μαγικό του [[ραβδί]] [[ἀνδρῶν]] ὄμματα θέλγει, ρίχνει τους άνδρες σε μαγεμένο ύπνο, σε Όμηρ.· λέγεται για τη [[μάγισσα]] [[Κίρκη]], σε Ομήρ. Οδ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> με αρνητική [[σημασία]], [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], [[ξεγελώ]], σε Όμηρ., Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[δημιουργώ]], [[προκαλώ]] με ξόρκια, <i>ἀοιδαὶ θέλξαν νιν</i> (ενν. <i>εὐφροσύναν</i>), σε Πίνδ.· ([[γαλήνη]]) [[θέλγω]] ἀνηνεμίην, σε Ανθ. Π.
}}
}}