Anonymous

λίαν: Difference between revisions

From LSJ
742 bytes added ,  31 December 2018
5
(23)
(5)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[λίαν]], Α ιων. και επικ. τ. [[λίην]], Μ και λία)<br /><b>επίρρ.</b> πολύ, [[πάρα]] πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «[[λίην]] γὰρ μέγα εἶπες», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λίαν]] [[καλώς]]» — ο [[δεύτερος]] [[κατά]] [[σειρά]] αξίας [[μετά]] το «άριστα» [[βαθμός]] αξιολόγησης στα σχολεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] [[μεταξύ]] άρθρου και προσδιοριζόμενου ονόματος με επιθετική [[χρήση]]) [[υπερβολικός]] («διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ουδ. άρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ [[λίαν]]<br />η [[υπερβολή]] («τὸ [[λίαν]] οὔτ' ἐκεῑν' ἐπῄνεσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για μια [[αιτιατική]] πού χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά, όπως τα <i>δήν</i>, [[πλήν]]. Παραμένει αμφίβολο αν το θ. του τ. <i>λί</i>- [[είναι]] αρχικό ή αν αποτελεί συντετμημένη, εκφραστική λαϊκή [[μορφή]] του αρχικού θ. Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με το αυξητικό [[μόριο]] <i>λα</i>-, <i>λαι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαι</i>-<i>σποδίας</i> «[[ακόλαστος]]») και το επίρρ. [[λέως]], [[λείως]] του επιθ. <i>λεῑος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεώλεθρος]], [[λεώλης]]), απόψεις που δεν φαίνονται πολύ πιθανές].
|mltxt=(AM [[λίαν]], Α ιων. και επικ. τ. [[λίην]], Μ και λία)<br /><b>επίρρ.</b> πολύ, [[πάρα]] πολύ, σε μεγάλο βαθμό (α. «[[λίην]] γὰρ μέγα εἶπες», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «[[λίην]] [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[λίαν]] [[καλώς]]» — ο [[δεύτερος]] [[κατά]] [[σειρά]] αξίας [[μετά]] το «άριστα» [[βαθμός]] αξιολόγησης στα σχολεία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[συχνά]] [[μεταξύ]] άρθρου και προσδιοριζόμενου ονόματος με επιθετική [[χρήση]]) [[υπερβολικός]] («διὰ τὴν [[λίαν]] φιλότητα βροτῶν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ουδ. άρθρ. ως ουσ.) <i>τὸ [[λίαν]]<br />η [[υπερβολή]] («τὸ [[λίαν]] οὔτ' ἐκεῑν' ἐπῄνεσα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται για μια [[αιτιατική]] πού χρησιμοποιήθηκε επιρρηματικά, όπως τα <i>δήν</i>, [[πλήν]]. Παραμένει αμφίβολο αν το θ. του τ. <i>λί</i>- [[είναι]] αρχικό ή αν αποτελεί συντετμημένη, εκφραστική λαϊκή [[μορφή]] του αρχικού θ. Κατ' άλλους, ο τ. συνδέεται με το αυξητικό [[μόριο]] <i>λα</i>-, <i>λαι</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λαι</i>-<i>σποδίας</i> «[[ακόλαστος]]») και το επίρρ. [[λέως]], [[λείως]] του επιθ. <i>λεῑος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[λεώλεθρος]], [[λεώλης]]), απόψεις που δεν φαίνονται πολύ πιθανές].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λίαν:''' [l], Ιων. και Επικ. [[λίην]] (λι-), [[πολύ]], υπερβολικά, σε Όμηρ.· [[οὐδέ]] τι [[λίαν]] [[οὕτω]], όχι τόσο [[πολύ]], σε Ομήρ. Οδ.· με [[συνοδεία]] ρήματος, [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά, σε Όμηρ.· επιτετ. καὶ [[λίην]], αληθινά, πραγματικά, στον ίδ.· [[λίην]] πιστεύειν, το να πιστεύεις απόλυτα, σε Ηρόδ.· [[κόμπος]] [[λίαν]] εἰρημένος, αληθινά, πραγματικά, σε Αισχύλ.· ἡ [[λίαν]] [[φιλότης]], η υπερβολική του [[αγάπη]], στον ίδ.
}}
}}