Anonymous

λίαν: Difference between revisions

From LSJ
1,273 bytes added ,  31 December 2018
3
(5)
(3)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λίαν:''' [l], Ιων. και Επικ. [[λίην]] (λι-), [[πολύ]], υπερβολικά, σε Όμηρ.· [[οὐδέ]] τι [[λίαν]] [[οὕτω]], όχι τόσο [[πολύ]], σε Ομήρ. Οδ.· με [[συνοδεία]] ρήματος, [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά, σε Όμηρ.· επιτετ. καὶ [[λίην]], αληθινά, πραγματικά, στον ίδ.· [[λίην]] πιστεύειν, το να πιστεύεις απόλυτα, σε Ηρόδ.· [[κόμπος]] [[λίαν]] εἰρημένος, αληθινά, πραγματικά, σε Αισχύλ.· ἡ [[λίαν]] [[φιλότης]], η υπερβολική του [[αγάπη]], στον ίδ.
|lsmtext='''λίαν:''' [l], Ιων. και Επικ. [[λίην]] (λι-), [[πολύ]], υπερβολικά, σε Όμηρ.· [[οὐδέ]] τι [[λίαν]] [[οὕτω]], όχι τόσο [[πολύ]], σε Ομήρ. Οδ.· με [[συνοδεία]] ρήματος, [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά, σε Όμηρ.· επιτετ. καὶ [[λίην]], αληθινά, πραγματικά, στον ίδ.· [[λίην]] πιστεύειν, το να πιστεύεις απόλυτα, σε Ηρόδ.· [[κόμπος]] [[λίαν]] εἰρημένος, αληθινά, πραγματικά, σε Αισχύλ.· ἡ [[λίαν]] [[φιλότης]], η υπερβολική του [[αγάπη]], στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''λίᾱν:''' <b class="num">I</b> эп.-ион. [[λίην]] (ῑ и ῐ) adv.<br /><b class="num">1)</b> (тж. λ. ἐκ περισσοῦ NT) очень, весьма, крайне, чрезвычайно: [[γαῖα]] οὐ λ. λυπρή Hom. не такой уж бедный край; λ. [[τόσον]] Hom. настолько; [[οὐδέ]] τι λ. [[οὕτω]] Hom. не до такой уж степени; πρωῒ λ. Plut. весьма рано;<br /><b class="num">2)</b> слишком, чрезмерно: λ. [[ἑκάς]] Hom. слишком далеко; λ. πιστεύειν Her. чрезмерно доверять; ἐντὸς λ. τῶν τειχῶν Thuc. слишком (далеко) вглубь укреплений; λ. [[μέγα]] εἶπες Hom. слишком уж велико то, о чем ты говоришь; διὰ τὴν λ. φιλότητα Aesch. из-за чрезмерной любви;<br /><b class="num">3)</b> вполне, совершенно (λ. [[θαυμάσιος]] Luc.): λ. βέλτιστα Plat. превосходно, отлично; καὶ λ. Hom. да, конечно.<br /><b class="num">II</b> τό indecl. чрезмерность, излишество Eur., Plat.
}}
}}