3,277,218
edits
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρρωδέω''': Ἰων. ἀρρ-: μέλλ. -ήσω· - φοβοῦμαι, [[τρέμω]], «ζαρώνω», ἐνώπιόν τινος, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 3, κ. ἀλλ. (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Εὐρ. Ἠλ. 831, Ἀριστοφ. Ἱππ. 126, 541, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., φοβοῦμαι [[περί]] τινος, ἢ ἕνεκά τινος, Ἡρόδ. 1. 111· [[οὕτως]], ὑπέρ τινος Λυσ. 180. 10· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 20. 30· περὶ τῷ [[ἐμαυτοῦ]] σώματι Θουκ. 6. 9· ἀμφὶ θανάτου Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2· - [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἀρρ. ὅτι.., Ἡρόδ. 8. 70· ἀλλὰ κοινότερον, ἀρρ. ἢ ὀρρ. μὴ.., ὁ αὐτ. 1. 9, 156, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ. κτλ.· [[ὅπως]] μή.., Ἱππ. 618. 42· - [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὀρρ. θανεῖν Εὐρ. Ἑκάβ. 768· αὐτὸς ὀρρ. παθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 128· - ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 1., 5. 98 (Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ἀρρωδέω]] ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία [[συγγένεια]] ὑπάρχει πρὸς τὸ [[ὄρρος]], cauda· πιθ., ὡς τὸ συγγενὲς Λατ. horreo, horresco, ἐσχηματίσθη κατ’ ὀνοματοποιίαν καὶ ἐκφράζει τὸν ἐκ τοῦ φόβου τρόμον.) | |lstext='''ὀρρωδέω''': Ἰων. ἀρρ-: μέλλ. -ήσω· - φοβοῦμαι, [[τρέμω]], «ζαρώνω», ἐνώπιόν τινος, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 3, κ. ἀλλ. (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Εὐρ. Ἠλ. 831, Ἀριστοφ. Ἱππ. 126, 541, κ. ἀλλ.· [[μετὰ]] γεν. πράγμ., φοβοῦμαι [[περί]] τινος, ἢ ἕνεκά τινος, Ἡρόδ. 1. 111· [[οὕτως]], ὑπέρ τινος Λυσ. 180. 10· [[περί]] τινος Ἀνδοκ. 20. 30· περὶ τῷ [[ἐμαυτοῦ]] σώματι Θουκ. 6. 9· ἀμφὶ θανάτου Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2· - [[ὡσαύτως]] ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἀρρ. ὅτι.., Ἡρόδ. 8. 70· ἀλλὰ κοινότερον, ἀρρ. ἢ ὀρρ. μὴ.., ὁ αὐτ. 1. 9, 156, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ. κτλ.· [[ὅπως]] μή.., Ἱππ. 618. 42· - [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ὀρρ. θανεῖν Εὐρ. Ἑκάβ. 768· αὐτὸς ὀρρ. παθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 128· - ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 1., 5. 98 (Ὁ Ἰων. [[τύπος]] [[ἀρρωδέω]] ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία [[συγγένεια]] ὑπάρχει πρὸς τὸ [[ὄρρος]], cauda· πιθ., ὡς τὸ συγγενὲς Λατ. horreo, horresco, ἐσχηματίσθη κατ’ ὀνοματοποιίαν καὶ ἐκφράζει τὸν ἐκ τοῦ φόβου τρόμον.) | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><i>impf.</i> [[ὠρρώδουν]], <i>f.</i> ὀρρωδήσω;<br />frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; [[τι]], [[ὑπέρ]] τινος, [[περί]] τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |