Anonymous

ὀτρύνω: Difference between revisions

From LSJ
1,193 bytes added ,  31 December 2018
5
(29)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὀτρύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παροτρύνω]] σε κάποιο [[έργο]] που απαιτεί [[τόλμη]]<br /><b>2.</b> (σπαν. σχετικά με ζώα) [[παρακινώ]], [[κεντώ]], [[παρορμώ]] («οὐρῆας τ' ὠτρυνε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]] [[κάτι]], [[κάνω]] να γίνει [[κάτι]] [[γρήγορα]] («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>ὀτρύνομαι</i><br />[[προθυμοποιούμαι]], [[σπεύδω]] («αὐτοὶ δ' ὀτρύνεσθαι ἐμοὶ ἅμα πάντες ἕπεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀτρύνω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ΙΕ ρίζας <i>twer</i>- «ωθώ, [[παρακινώ]], [[κουνώ]]» (με [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- με -<i>υρ</i>- υπό την [[επίδραση]] του -<i>ω</i>-) με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>-, έρρινη [[παρέκταση]] και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλύνω]], [[κλίνω]]). Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tvarate</i> «επείγομαι, [[σπεύδω]]», αβεστ. <i>θw</i><i>ā</i><i>ša</i>- «αυτός που βιάζεται», αρχ. άνω γερμ. <i>dweran</i> «[[γυρίζω]] ορμητικά». Παράλληλα με το ρ. [[ὀτρύνω]] μαρτυρείται το επίρρ. <i>ὀτρ</i>-<i>αλ</i>-<i>έως</i> (<b>βλ. λ.</b> [[οτραλέος]]) και το επίθ. [[ὀτρηρός]], που αποτελούν χαρακτηριστικό [[παράδειγμα]] της εναλλαγής [[ανάμεσα]] στα έρρινα και υγρά επιθήματα -<i>αλ</i>-, -<i>αρ</i>-, -<i>αν</i>-, που παρατηρείται [[συχνά]] στην αρχαϊκή περίοδο. Το επίρρ. <i>ὀτραλέως</i> αναφορικά [[προς]] το [[ὀτρύνω]] μπορεί να παραβληθεί με τα [[τράπεζα]]: [[τρυφάλεια]] ή μπορεί να [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] το [[θαρσύνω]]: [[θαρσαλέος]]. Το επίθ., [[τέλος]], [[ὀτρηρός]] [[πρέπει]] να [[είναι]] [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ηρός</i>].
|mltxt=[[ὀτρύνω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παροτρύνω]] σε κάποιο [[έργο]] που απαιτεί [[τόλμη]]<br /><b>2.</b> (σπαν. σχετικά με ζώα) [[παρακινώ]], [[κεντώ]], [[παρορμώ]] («οὐρῆας τ' ὠτρυνε», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> [[επισπεύδω]], [[επιταχύνω]] [[κάτι]], [[κάνω]] να γίνει [[κάτι]] [[γρήγορα]] («μάχην ὤτρυνον Αχαιῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>(μεσοπαθ.)</b> <i>ὀτρύνομαι</i><br />[[προθυμοποιούμαι]], [[σπεύδω]] («αὐτοὶ δ' ὀτρύνεσθαι ἐμοὶ ἅμα πάντες ἕπεσθαι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[ὀτρύνω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] ΙΕ ρίζας <i>twer</i>- «ωθώ, [[παρακινώ]], [[κουνώ]]» (με [[αντιπροσώπευση]] του φωνηεντικού -<i>r</i>- με -<i>υρ</i>- υπό την [[επίδραση]] του -<i>ω</i>-) με προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>-, έρρινη [[παρέκταση]] και ενεστ. [[επίθημα]] -<i>jω</i> (<b>πρβλ.</b> [[πλύνω]], [[κλίνω]]). Το ρ. συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>tvarate</i> «επείγομαι, [[σπεύδω]]», αβεστ. <i>θw</i><i>ā</i><i>ša</i>- «αυτός που βιάζεται», αρχ. άνω γερμ. <i>dweran</i> «[[γυρίζω]] ορμητικά». Παράλληλα με το ρ. [[ὀτρύνω]] μαρτυρείται το επίρρ. <i>ὀτρ</i>-<i>αλ</i>-<i>έως</i> (<b>βλ. λ.</b> [[οτραλέος]]) και το επίθ. [[ὀτρηρός]], που αποτελούν χαρακτηριστικό [[παράδειγμα]] της εναλλαγής [[ανάμεσα]] στα έρρινα και υγρά επιθήματα -<i>αλ</i>-, -<i>αρ</i>-, -<i>αν</i>-, που παρατηρείται [[συχνά]] στην αρχαϊκή περίοδο. Το επίρρ. <i>ὀτραλέως</i> αναφορικά [[προς]] το [[ὀτρύνω]] μπορεί να παραβληθεί με τα [[τράπεζα]]: [[τρυφάλεια]] ή μπορεί να [[είναι]] αναλογικός [[σχηματισμός]] [[προς]] το [[θαρσύνω]]: [[θαρσαλέος]]. Το επίθ., [[τέλος]], [[ὀτρηρός]] [[πρέπει]] να [[είναι]] [[υστερογενής]] [[σχηματισμός]] [[κατά]] τα επίθ. σε -<i>ηρός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀτρύνω:''' [ῡ], Επικ. απαρ. [[ὀτρυνέμεν]]· παρατ. [[ὤτρυνον]], Ιων. [[ὀτρύνεσκον]], Επικ. μέλ. <i>ὀτρῠνέω</i>, αόρ. αʹ <i>ὤτρῡνα</i>·<br /><b class="num">1.</b> [[διεγείρω]], [[παρακινώ]], [[κεντρίζω]], [[προτρέπω]], [[ενθαρρύνω]], σε Ομήρ. Ιλ.· με απαρ., [[ὀτρύνω]] τινὰπολεμίζειν, στο ίδ.· [[γήμασθαι]], σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με το απαρ. να παραλείπεται, <i>ἦ τινα ὀτρυνέεις ἐπίσκοπον</i> (ενν. [[ἰέναι]])<i>;</i> δεν θα προτρέψεις κάποιον (να [[πάει]]) ως κατάσκοπο; σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ. ή Παθ., εγείρομαι, [[σπεύδω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ., ὀτρυνώμεθ' [[ἀμυνέμεν]] ἀλλήλοισιν, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[σπεύδω]] προς τα [[μπρος]], [[επιταχύνω]], [[αναπτύσσω]] [[ταχύτητα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}