3,277,719
edits
(37) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΑ [[σκεῡος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) [[συσκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] («σκευάζειν ἐλλέβορον [[μετὰ]] φαρμάκου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαγειρεύω]], [[ετοιμάζω]] [[φαγητό]] («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]], φτειάχνω («περικόμματ' ἐκ σοῡ σκευάσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]], [[παρατάσσω]] («σκευάσας δὲ αὐτοὺς προσέταξε... προϊέναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατασκευάζω]] («χαλινὸν... χαλκεῑ ἐκδιδόντα σκευάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προπαρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («[ἡδονὰς] ποικίλας καὶ παντοίως ἐχοὺσας δυναμένοις σκευάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]] («σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[στολίζω]] (α. «οὕτω σκευάσαντες ἕαυτούς», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ταύτην τὴν [[γυναίκα]] σκευάσαντες πανοπλίῃ», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «εὐνοῡχος ἡμῑν ἦλθες ἐσκευασμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με διαρρήκτη, κλέφτη) [[τακτοποιώ]], [[συγυρίζω]], [[κανονίζω]]<br />β) [[απατώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>10.</b> (το μέσ.) <i>σκευάζομαι</i><br />α) [[παρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου<br />β) [[επιφέρω]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[πρόξενος]] για [[κάτι]] («οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς [[βασιλέα]] πόλεμον ἐσκευάζοντο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκευάζω]] τινὰ εἴς τι» — [[μεταμορφώνω]], [[μεταμφιέζω]] κάποιον σε [[κάτι]], <b>Αππ.</b>)<br />β) «[[σκευάζω]] εἴδωλόν τινι» — [[ντύνω]] το [[ομοίωμα]] κάποιου σύμφωνα με το ντύσιμό του. | |mltxt=ΝΑ [[σκεῡος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για εμπορεύματα) [[συσκευάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρασκευάζω]] («σκευάζειν ἐλλέβορον [[μετὰ]] φαρμάκου», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μαγειρεύω]], [[ετοιμάζω]] [[φαγητό]] («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[κάνω]], φτειάχνω («περικόμματ' ἐκ σοῡ σκευάσω», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> [[διευθετώ]], [[τακτοποιώ]], [[βάζω]] σε [[τάξη]], [[παρατάσσω]] («σκευάσας δὲ αὐτοὺς προσέταξε... προϊέναι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> [[κατασκευάζω]] («χαλινὸν... χαλκεῑ ἐκδιδόντα σκευάσαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[προπαρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]] («[ἡδονὰς] ποικίλας καὶ παντοίως ἐχοὺσας δυναμένοις σκευάζειν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>7.</b> (σχετικά με πρόσ.) [[χορηγώ]], [[παρέχω]], [[προμηθεύω]] («σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>8.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[στολίζω]] (α. «οὕτω σκευάσαντες ἕαυτούς», <b>Πλούτ.</b><br />β. «ταύτην τὴν [[γυναίκα]] σκευάσαντες πανοπλίῃ», <b>Ηρόδ.</b><br />γ. «εὐνοῡχος ἡμῑν ἦλθες ἐσκευασμένος», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με διαρρήκτη, κλέφτη) [[τακτοποιώ]], [[συγυρίζω]], [[κανονίζω]]<br />β) [[απατώ]], [[εξαπατώ]]<br /><b>10.</b> (το μέσ.) <i>σκευάζομαι</i><br />α) [[παρασκευάζω]], [[προετοιμάζω]] για τον εαυτό μου<br />β) [[επιφέρω]] [[κάτι]], [[γίνομαι]] [[πρόξενος]] για [[κάτι]] («οὐδὲν δὴ ἧσσον τὸν πρὸς [[βασιλέα]] πόλεμον ἐσκευάζοντο», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σκευάζω]] τινὰ εἴς τι» — [[μεταμορφώνω]], [[μεταμφιέζω]] κάποιον σε [[κάτι]], <b>Αππ.</b>)<br />β) «[[σκευάζω]] εἴδωλόν τινι» — [[ντύνω]] το [[ομοίωμα]] κάποιου σύμφωνα με το ντύσιμό του. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεύασα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσκευασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>σκευασθήσομαι</i>, παρακ. <i>ἐσκεύασμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>ἐσκευάδαται</i>· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. <i>-ατο</i> ([[σκεῦος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προετοιμάζω]], [[ετοιμάζω]], [[ιδίως]], [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], [[μαγειρεύω]] ή [[γαρνίρω]] το [[φαγητό]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>σκ. ἔκ τινος περικόμματα</i>, [[κόβω]] ένα [[κομμάτι]] κρέατος σε [[πολύ]] μικρά κομμάτια, το κάνω κιμά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[ετοιμάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[ετοιμάζω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομηρ. Ύμν.· [[σκευάζω]] ἡδονάς, [[παρέχω]], [[προσφέρω]], [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]], σε Πλάτ. — Μέσ., όπως το [[μηχανάομαι]], [[επινοώ]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα,<br /><b class="num">1.</b> [[εφοδιάζω]], [[προμηθεύω]], [[εξοπλίζω]] — Παθ., <i>σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος</i>, στον ίδ.· ποταμοῖσι [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[καλλωπίζω]], [[στολίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐσκευασμένοι</i>, πλήρως ενδεδυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, <i>τὰ [[προπύλαια]] τύποισι ἐσκευάδαται</i>, είναι διακοσμημένα με ζωγραφιές, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |