σκευάζω: Difference between revisions

4
(6)
(4)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεύασα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσκευασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>σκευασθήσομαι</i>, παρακ. <i>ἐσκεύασμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>ἐσκευάδαται</i>· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. <i>-ατο</i> ([[σκεῦος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προετοιμάζω]], [[ετοιμάζω]], [[ιδίως]], [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], [[μαγειρεύω]] ή [[γαρνίρω]] το [[φαγητό]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>σκ. ἔκ τινος περικόμματα</i>, [[κόβω]] ένα [[κομμάτι]] κρέατος σε [[πολύ]] μικρά κομμάτια, το κάνω κιμά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[ετοιμάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[ετοιμάζω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομηρ. Ύμν.· [[σκευάζω]] ἡδονάς, [[παρέχω]], [[προσφέρω]], [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]], σε Πλάτ. — Μέσ., όπως το [[μηχανάομαι]], [[επινοώ]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα,<br /><b class="num">1.</b> [[εφοδιάζω]], [[προμηθεύω]], [[εξοπλίζω]] — Παθ., <i>σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος</i>, στον ίδ.· ποταμοῖσι [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[καλλωπίζω]], [[στολίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐσκευασμένοι</i>, πλήρως ενδεδυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, <i>τὰ [[προπύλαια]] τύποισι ἐσκευάδαται</i>, είναι διακοσμημένα με ζωγραφιές, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''σκευάζω:''' μέλ. <i>-άσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσκεύασα</i> — Μέσ., αόρ. αʹ <i>ἐσκευασάμην</i> — Παθ., μέλ. <i>σκευασθήσομαι</i>, παρακ. <i>ἐσκεύασμαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>ἐσκευάδαται</i>· Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. <i>-ατο</i> ([[σκεῦος]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[προετοιμάζω]], [[ετοιμάζω]], [[ιδίως]], [[παρασκευάζω]], [[ετοιμάζω]], [[μαγειρεύω]] ή [[γαρνίρω]] το [[φαγητό]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· <i>σκ. ἔκ τινος περικόμματα</i>, [[κόβω]] ένα [[κομμάτι]] κρέατος σε [[πολύ]] μικρά κομμάτια, το κάνω κιμά, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> Μέσ., [[ετοιμάζω]] [[κάτι]] για τον εαυτό μου, σε Ευρ., Πλάτ.<br /><b class="num">3.</b> γενικά, [[ετοιμάζω]], [[καθιστώ]] [[κάτι]] έτοιμο, σε Ομηρ. Ύμν.· [[σκευάζω]] ἡδονάς, [[παρέχω]], [[προσφέρω]], [[προμηθεύω]], [[εφοδιάζω]], σε Πλάτ. — Μέσ., όπως το [[μηχανάομαι]], [[επινοώ]], [[επιτυγχάνω]], [[κατορθώνω]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα,<br /><b class="num">1.</b> [[εφοδιάζω]], [[προμηθεύω]], [[εξοπλίζω]] — Παθ., <i>σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος</i>, στον ίδ.· ποταμοῖσι [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[ντύνω]], [[κοσμώ]], [[διακοσμώ]], [[καλλωπίζω]], [[στολίζω]], σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ. — Παθ., <i>ἐσκευασμένοι</i>, πλήρως ενδεδυμένοι, εξοπλισμένοι, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, <i>τὰ [[προπύλαια]] τύποισι ἐσκευάδαται</i>, είναι διακοσμημένα με ζωγραφιές, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''σκευάζω:''' (fut. σκευάσω, aor. ἐσκεύᾰσα; pass.: pf. ἐσκεύασμαι - ион. 3 л. pl. ἐσκευάδαται)<br /><b class="num">1)</b> (о пище) готовить, приготовлять (τὰ θηρία Her.; θοίνην Plat.; [[κρέα]] ὀπτά Diod.): ἐκ τῶν κριθῶν ἄλφιτα σκευάζεσθαι Plat. из ячменя приготовлять себе крупу; σ. περικόμματα ἔκ τινος Arph. (угроза) изрубить кого-л. на мелкие куски;<br /><b class="num">2)</b> изготовлять, делать (τινὶ [[εἴδωλον]] σ. Her.; χαλινόν Plat.);<br /><b class="num">3)</b> готовить, затевать, устраивать, тж. причинять, доставлять (ἡδονήν Plat.): τὸν πρὸς [[βασιλέα]] πόλεμον σκευάζεσθαι Her. готовиться к войне с (персидским) царем; εἰς [[πρᾶγμα]] νεοχμὸν σκευάζεσθαι Eur. затевать нечто новое;<br /><b class="num">4)</b> наделять, снабжать (только pass.) (σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος Her.): τοῖσι ποταμοῖσι [[οὕτω]] οἱ [[Σκύθαι]] ἐσκευάδαται Her. так вот какими реками располагают скифы; λαμβάνων τι καὶ σκευαζόμενος Plut. захватывая что-л. и делая запасы;<br /><b class="num">5)</b> одевать, наряжать (τινὰ [[ὥσπερ]] γυναῖκα Arph.): [[εὐνοῦχος]] ἐσκευασμένος Arph. наряженный евнухом;<br /><b class="num">6)</b> вооружать (τινὰ πανοπλίῃ Her.): ἕκαστοι ἐσκευασμένοι Thuc. все в полном вооружении;<br /><b class="num">7)</b> украшать (τὰ προπύλαια τύποισι ἐσκευάδαται Her.).
}}
}}