Anonymous

συμπονέω: Difference between revisions

From LSJ
6
(Bailly1_5)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> souffrir ensemble;<br /><b>2</b> participer <i>ou</i> s’associer aux peines <i>ou</i> aux épreuves de, τινι : σ. τινι πόνους EUR <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πονέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> souffrir ensemble;<br /><b>2</b> participer <i>ou</i> s’associer aux peines <i>ou</i> aux épreuves de, τινι : σ. τινι πόνους EUR <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πονέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμπονέω:''' [[κοπιάζω]] μαζί ή από κοινού με άλλους, [[συμμετέχω]] στους κόπους της δουλειάς, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[συμπονέω]] κακοῖς, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στις συμφορές, σε Ευρ.· απόλ., [[κοπιάζω]] ή [[υποφέρω]] μαζί, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
}}