Anonymous

συμπονέω: Difference between revisions

From LSJ
4
(6)
(4)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμπονέω:''' [[κοπιάζω]] μαζί ή από κοινού με άλλους, [[συμμετέχω]] στους κόπους της δουλειάς, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[συμπονέω]] κακοῖς, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στις συμφορές, σε Ευρ.· απόλ., [[κοπιάζω]] ή [[υποφέρω]] μαζί, σε Σοφ. κ.λπ.
|lsmtext='''συμπονέω:''' [[κοπιάζω]] μαζί ή από κοινού με άλλους, [[συμμετέχω]] στους κόπους της δουλειάς, <i>τινί</i>, με κάποιον, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· επίσης, [[συμπονέω]] κακοῖς, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] στις συμφορές, σε Ευρ.· απόλ., [[κοπιάζω]] ή [[υποφέρω]] μαζί, σε Σοφ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπονέω:''' <b class="num">1)</b> вместе трудиться: εἰ ξυμπονήσεις, σκόπει Soph. подумай, станешь ли ты (мне) помощницей в трудах; πολλὰ ξ. Arph. немало потрудиться вместе; σ. τινι πόνους Eur. делить с кем-л. труды;<br /><b class="num">2)</b> вместе страдать (σ. καὶ συγκινδυνεύειν τινί Xen.);<br /><b class="num">3)</b> сострадать (τῷ πονοῦντι Aesch.).
}}
}}