3,277,700
edits
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''αὔτως:''' επίρρ. του [[αὐτός]].<br /><b class="num">I. 1.</b> μόνο με αυτόν τον τρόπο, [[ακόμα]] με αυτόν τον τρόπο, ακριβώς έτσι, όπως αυτό είναι, <i>γυμνὸν ἐόντα</i>, [[αὔτως]] - [[ὥστε]] γυναῖκα, [[άοπλος]] όπως εγώ - όπως μια [[γυναίκα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με περιφρονητική [[σημασία]], ακριβώς έτσι, όχι καλύτερα, τί σὺ κήδεαι [[αὔτως]] [[ἀνδρῶν]]; [[γιατί]] δεν λαμβάνεις καλύτερη [[πρόνοια]]; στο ίδ.· [[νήπιος]] [[αὔτως]], εντελώς [[βρέφος]], στο ίδ.· <i>αὔτωςἄχθος ἀρούρης</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με [[αναφορά]] στο [[παρελθόν]], [[ακόμα]] έτσι, ακριβώς όπως [[πριν]], όπως ήταν, σε Όμηρ.· λευκὸν ἔτ' [[αὔτως]], [[ακόμα]] [[λευκό]] όπως ήταν καινούριο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> [[μάταια]], [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], οὐκ [[αὔτως]] [[μυθήσομαι]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''αὔτως:''' επίρρ. του [[αὐτός]].<br /><b class="num">I. 1.</b> μόνο με αυτόν τον τρόπο, [[ακόμα]] με αυτόν τον τρόπο, ακριβώς έτσι, όπως αυτό είναι, <i>γυμνὸν ἐόντα</i>, [[αὔτως]] - [[ὥστε]] γυναῖκα, [[άοπλος]] όπως εγώ - όπως μια [[γυναίκα]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> με περιφρονητική [[σημασία]], ακριβώς έτσι, όχι καλύτερα, τί σὺ κήδεαι [[αὔτως]] [[ἀνδρῶν]]; [[γιατί]] δεν λαμβάνεις καλύτερη [[πρόνοια]]; στο ίδ.· [[νήπιος]] [[αὔτως]], εντελώς [[βρέφος]], στο ίδ.· <i>αὔτωςἄχθος ἀρούρης</i>, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> με [[αναφορά]] στο [[παρελθόν]], [[ακόμα]] έτσι, ακριβώς όπως [[πριν]], όπως ήταν, σε Όμηρ.· λευκὸν ἔτ' [[αὔτως]], [[ακόμα]] [[λευκό]] όπως ήταν καινούριο, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">III.</b> [[μάταια]], [[χωρίς]] [[αποτέλεσμα]], οὐκ [[αὔτως]] [[μυθήσομαι]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''αὔτως:''' атт. тж. [[αὕτως]]<br /><b class="num">1)</b> также точно, таким же образом (αὕ. δε καὶ σύ Soph.; αὔ. … [[ὥστε]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> таким вот образом, именно так: τί σὺ κήδεαι αὔ. [[ἀνδρῶν]]; Hom. отчего ты так о них заботишься?;<br /><b class="num">3)</b> все еще, по-прежнему (λευκὸς ἔτ᾽ αὔ. [[λέβης]] Hom.);<br /><b class="num">4)</b> вполне, вовсе, совершенно ([[νήπιος]] αὔ. Hom.);<br /><b class="num">5)</b> всего лишь, просто-напросто, просто так (οὐκ αὔ. [[μυθήσομαι]], ἀλλὰ σὺν ὅρχῳ Hom.);<br /><b class="num">6)</b> напрасно, зря (αὔ. [[ἐπέεσσι]] ἐριδαίνομεν Hom.): αὕ. [[γανόωντα]] [[ὅπλα]] Anth. сверкающее без пользы, т. е. лежащее без дела оружие;<br /><b class="num">7)</b> и без того, и так уж (καὶ αὔ. μ᾽ αἰεὶ νεικεῖ Hom.; ἀλλ᾽ αὔ. ἐξεμαρὰνθη Theocr.). | |||
}} | }} |