Anonymous

ἀγνώμων: Difference between revisions

From LSJ
1
(2)
(1)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[γνώμη]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άδικος]], [[αναίσθητος]], σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[ἀγνωμόνως]], ανόητα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ισχυρογνώμων]], [[αυθάδης]], [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]] (στο συγκρ. <i>ἀγνωμονέστερος</i>), σε Ηρόδ.· στον υπερθ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[αναίσθητος]], [[ανεπιεικής]], [[σκληρόκαρδος]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται και για πράγματα, [[απερίσκεπτος]], [[κτηνώδης]], [[απάνθρωπος]], σε Σοφ., Αισχίν.
|lsmtext='''ἀγνώμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i> ([[γνώμη]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[άδικος]], [[αναίσθητος]], σε Πίνδ., Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., [[ἀγνωμόνως]], ανόητα, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[ισχυρογνώμων]], [[αυθάδης]], [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]] (στο συγκρ. <i>ἀγνωμονέστερος</i>), σε Ηρόδ.· στον υπερθ., σε Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> [[αναίσθητος]], [[ανεπιεικής]], [[σκληρόκαρδος]], σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται και για πράγματα, [[απερίσκεπτος]], [[κτηνώδης]], [[απάνθρωπος]], σε Σοφ., Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγνώμων:''' gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> неразумный: τὰ [[ἄφωνα]] καὶ ἀγνώμονα Aeschin. бессловесные и неразумные, т. е. неодушевленные вещи;<br /><b class="num">2)</b> безрассудный, нелепый ([[νέος]] καὶ ἀ. Xen.): θνητὰ [[κοὐκ]] ἀγνώμονα (φρονεῖν Soph.) мыслить, как подобает благоразумным людям;<br /><b class="num">3)</b> несправедливый, бессовестный Xen., Luc., Plut.;<br /><b class="num">4)</b> недоброжелательный, неблагосклонный, суровый Soph., Xen.: ἡ ἀ. (sc. [[τύχη]]) Isocr. жестокая судьба;<br /><b class="num">5)</b> упрямый, своенравный ([[γνώμη]] Her.).
}}
}}