Anonymous

θόρυβος: Difference between revisions

From LSJ
2b
(4)
(2b)
Line 33: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θόρῠβος:''' ὁ ([[θρόος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θόρυβος]], [[ταραχή]], [[σύγχυση]], σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ., κ.λπ.· [[θόρυβος]] βοῆς, συγκεχυμένη, μπερδεμένη [[κραυγή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται ως [[ένδειξη]] επιδοκιμασίας ή το αντίθετο· <b>α)</b> [[επικρότηση]], [[επευφημία]], σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ. <b>β)</b> [[παράπονο]], [[γογγυσμός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[θόρυβος]], [[ταραχή]], [[σύγχυση]], σε Ηρόδ., Θουκ.
|lsmtext='''θόρῠβος:''' ὁ ([[θρόος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[θόρυβος]], [[ταραχή]], [[σύγχυση]], σε Πίνδ., Ευρ., Θουκ., κ.λπ.· [[θόρυβος]] βοῆς, συγκεχυμένη, μπερδεμένη [[κραυγή]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> χρησιμοποιείται ως [[ένδειξη]] επιδοκιμασίας ή το αντίθετο· <b>α)</b> [[επικρότηση]], [[επευφημία]], σε Αριστοφ., Πλάτ., κ.λπ. <b>β)</b> [[παράπονο]], [[γογγυσμός]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[θόρυβος]], [[ταραχή]], [[σύγχυση]], σε Ηρόδ., Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''θόρῠβος:''' ὁ тж. pl.<br /><b class="num">1)</b> шум, гам, крик ([[μέγας]] Pind.; πολὺς καὶ [[ἐκπληκτικός]] Thuc.; νυκτερινοί Arst.): θ. βοῆς Soph. нестройный шум;<br /><b class="num">2)</b> шумное одобрение, громкая похвала: πολλὸς θ. καὶ [[ἔπαινος]] τῶν ἀκουόντων Plat. весьма шумная похвала слушателей;<br /><b class="num">3)</b> шум неудовольствия, ропот (τῶν θορύβων καὶ [[κρότων]] ἐλάχιστα φροντίζειν Plut.): μεγάλοι θόρυβοι κατέχουσ᾽ [[ἡμᾶς]] ἐπὶ δυσκλείᾳ Soph. громкий шум порицания, порочащий (тебя, Эанта), дошел до нас; εἰς θόρυβον ἐγὼ [[ἤλυθον]] [[σῶμα]] λευσθῆναι πέτροισι Eur. я наткнулся на (т. е. навлек на себя) ярость толпы (и мне угрожало) быть побитым камнями;<br /><b class="num">4)</b> беспорядок, смятение, замешательство, переполох (ἐγένετο ὁ θ. [[μέγας]] Thuc.).
}}
}}