3,277,119
edits
(6) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συγκροτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] μαζί· [[συγκροτέω]] τὼ χεῖρε, [[χτυπώ]] τα χέρια μου σε [[ένδειξη]] χαράς, [[χειροκροτώ]], σε Ξεν.· επίσης όμως, τα [[χτυπώ]] και σε [[ένδειξη]] λύπης, σε Λουκ. — Παθ., χειροκροτούμαι, [[εισπράττω]] [[χειροκρότημα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[σφυρηλατώ]], [[ενώνω]] κομμάτια μετάλλου σφυρηλατώντάς τα, σε Αριστοφ.· απ' όπου, [[συνενώνω]] [[πλήθος]] ανθρώπων σ' ένα [[σώμα]], δηλ. τους [[οργανώνω]], σε Δημ. κ.λπ.· μτχ. Παθ. παρακ., <i>συγκεκροτημένος</i>, αυτός που έχει εξασκηθεί, προετοιμαστεί, εκπαιδευτεί [[καλά]], σε Ξεν., Δημ. | |lsmtext='''συγκροτέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτυπώ]] μαζί· [[συγκροτέω]] τὼ χεῖρε, [[χτυπώ]] τα χέρια μου σε [[ένδειξη]] χαράς, [[χειροκροτώ]], σε Ξεν.· επίσης όμως, τα [[χτυπώ]] και σε [[ένδειξη]] λύπης, σε Λουκ. — Παθ., χειροκροτούμαι, [[εισπράττω]] [[χειροκρότημα]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[σφυρηλατώ]], [[ενώνω]] κομμάτια μετάλλου σφυρηλατώντάς τα, σε Αριστοφ.· απ' όπου, [[συνενώνω]] [[πλήθος]] ανθρώπων σ' ένα [[σώμα]], δηλ. τους [[οργανώνω]], σε Δημ. κ.λπ.· μτχ. Παθ. παρακ., <i>συγκεκροτημένος</i>, αυτός που έχει εξασκηθεί, προετοιμαστεί, εκπαιδευτεί [[καλά]], σε Ξεν., Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συγκροτέω:''' <b class="num">1)</b> ударять, стучать: σ. τὼ χεῖρε Xen. рукоплескать, Luc. всплескивать руками (в негодовании); σ. τοὺς ὀδόντας Luc. стучать зубами; ἀνάπαιστα σ. Luc. «жарить» анапесты;<br /><b class="num">2)</b> рукоплескать: ἐξελθὼν συνεκροτεῖτο Xen. он вышел, сопровождаемый аплодисментами;<br /><b class="num">3)</b> досл. сбивать, сколачивать, перен. составлять: ἀσπὶς χρυσοῦ καὶ πορφύρας πρὸς ἄλληλα μεμιγμένων συγκεκροτημένη Plut. щит, отделанный золотом вперемежку с пурпуром; ἐκ λόγου [[ὄνομα]] συγκεκροτημένον Plat. слово, образовавшееся из (целого) суждения; σ. κατηγορίαν Luc. сочинять обвинение;<br /><b class="num">4)</b> устраивать, затевать (πότους Plut.): ἡ [[ἔρις]] συγκροτεῖταί τισι Luc. у кого-л. происходит ссора;<br /><b class="num">5)</b> обучать, подготовлять: συγκεκροτημένοι τὰ τοῦ πολέμου Dem. обученные бойцы; τὰ πληρώματα συγκεκροτημένα Polyb. опытные гребцы. | |||
}} | }} |