3,258,334
edits
(2) |
m (Text replacement - "˙" to "·") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μηνύω''': (ἴδε ἐν τέλ.), | |lstext='''μηνύω''': (ἴδε ἐν τέλ.), μᾱνύω· μέλλ.: -ύσω Ἡρόδ., Ἀττ.· ἀόρ. ἐμήνῡσα [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· πρκμ. μεμήνῡκα Ἀνδοκ. 4. 16, Πλάτ. ― Παθ., πρκμ. μεμήνῡται, ἴδε κατωτ.· ἀόρ. ἐμηνύθην Εὐρ., Πλάτ., μέλλ. μηνυθήσομαι Γαλην.· ― μέσ. ἀόρ. μηνύσαιτο παρὰ Θεοδ. Προδρ. σ. 362· (ἴδε ἐν λ. *μάω). Ἀποκαλύπτω μυστικόν, φανερώνω, προδίδω· [[καθόλου]], ποιῶ τι γνωστόν, [[ἀναγγέλλω]], [[διακηρύττω]], δεικνύω. Συντάσσ.: μ. τινί τι Ὑμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 254, Πινδ. Ν. 9. 10, Ἡρόδ. 1. 23· τι Σοφ. Ο. Τ. 102, 1384, κτλ.· τοὺς ἑτερογνάθους μ. ἡ [[πέδη]], δεικνύει, ἀποκαλύπτει, φανερώνει Ξεν. Ἱππ. 3. 5. 2) μετ’ αἰτ. καὶ μετοχ., μ. τινά ἔχοντα, δεικνύω ὅτι ἔχει τις, Ἡρόδ. 2. 121· 3· οὕτω, μ. τινὰ ἐξ ἐπιβουλῆς ἀποθανόντα Ἀντιφῶν 115. 21· [[πόλεμος]] γενονὼς ἐμηνύθη Πλάτ. Κριτί. 108Ε· ἡ μετοχ. [[ἐνίοτε]] παραλείπεται, τόδ’ [[ἔργον]]... σε μηνύει κακὸν (ἐξυπ. [[ὄντα]]) Εὐρ. Ἱππ. 1077· ― μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 368Β· ― ὑπάρχει δὲ μοναδική τις [[σύνταξις]] παρὰ Πλάτ. Κρατ. 412Α: μ. ὡς... ἑπομένης τῆς ψυχῆς, πληροφορεῖ περὶ τῆς ψυχῆς ἀκολουθούσης, δεικνύει ὅτι η ψυχὴ ἀκολουθεῖ. 3) ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, μ. αὐτοῖς τίς ἐστιν ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 24DϏ μ. τινί εἰ... πληροφορῶ τινα ἄν..., Ἀριστοφ. Ἀχ. 206· μ. ὅτι... Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 12, 5. 4) ἀπολ., ὡς μεμήκυνεν ὁ [[λόγος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 277C, πρβλ. Φίληβ. 19Β. ΙΙ. ἐν Ἀθήναις, [[καταμηνύω]], [[καταγγέλλω]], [[εἰσάγω]] καταγγελίαν [[ἐναντίον]] τινός, κατά τινος Ἀνδοκ. 3. ἐν τέλ., Λυσ. 105· 18· τινὰ Ἀνδοκ. 3. 3· τι [[αὐτόθι]] 7· [[περί]] τινος [[αὐτόθι]] 39· [[ὡσαύτως]], μ. τι κατά τινος Θουκ. 6. 60· ― μ. τινί τι, πληροφορῶ τὸν ἄρχοντα [[περί]] τινος πράγματος, [[καταγγέλλω]], Πλάτ. Νόμ. 730D· τι [[πρός]] τινα Δημ. 703. 13· εἴς τινα Πλάτ. Μενέξ. 239Β· ― ἀπροσ. ἐν τῷ παθ., μηνύεται, γίνεται [[μήνυσις]], [[πληροφορία]], Θουκ. 6. 28· ὑποτοπήσαντες... Ἱππίᾳ μεμηνῦσθαι ὁ αὐτ. ἐν 1. 20, πρβλ. 6. 57, Ἀνδοκ. 2. 28· ὧν πέρι ἐμεμήνυτο [[αὐτόθι]] 61· ― ἀλλ’ ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ προσώπων, καταγγέλλομαι, κατηγοροῦμαι, κατακρίνομαι, προδίδομαι, τῶν μετ’ [[αὐτοῦ]] μεμηνυμένων [[αὐτόθι]] 53, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 10· οὕτω, [[πρᾶγμα]] μηνυθὲν Εὐρ. Ἴων 1563· μηνυθέντος τοῦ ἐπιβουλεύματος Θουκ. 2. 89· [ῡ ἀείποτε ἐν τῷ μέλλ., ἀόρ. καὶ πρκμ.· παρὰ δὲ τοῖς Ἀττ. καὶ ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ.· ἀλλὰ τὸ υ βραχύνεται ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 254, καὶ παρὰ Πινδ., πλὴν [[ὅταν]] εὑρίσκηται πρὸ μακρᾶς συλλαβῆς, ὡς ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 373]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |