3,274,522
edits
m (Text replacement - "οῡσι" to "οῦσι") |
|||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ και αιολ. τ. [[περρέχω]] Α<br />[[περιλαμβάνω]], [[περικλείω]] (α. «το [[νερό]] περιέχει [[πολλά]] [[άλατα]]» β. «το [[βιβλίο]] περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το [[οικόπεδο]] περιέχεται [[μεταξύ]] τών [[οδών]]...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το [[περιεχόμενο]]<br />α) [[οτιδήποτε]] περιλαμβάνεται [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («το [[περιεχόμενο]] του δέματος ήταν πλούσιο»)<br />β) i) το [[σύνολο]] τών ιδεών και αντιλήψεων που περιλαμβάνει ένα πνευματικό [[έργο]], μια [[μελέτη]], μια [[θεωρία]] («το εκπαιδευτικό [[πρόγραμμα]] [[είναι]] φτωχό ως [[προς]] το παιδαγωγικό του [[περιεχόμενο]]»)<br />ii) <b>στον πληθ.</b> το [[σύνολο]] της ύλης ενός βιβλίου ή άλλου εντύπου («[[πίνακας]] περιεχομένων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μεστός]] περιεχομένου» ή «[[κενός]] περιεχομένου»<br />([[κυρίως]] για λόγο, [[φράση]], [[λέξη]]) [[γεμάτος]] [[ουσία]], [[πλούσιος]] σε ιδέες και χαρίσματα ή [[χωρίς]] [[ουσία]], [[χωρίς]] [[ζουμί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] για να προφυλάξω, [[προστατεύω]] («αὐτὸς δὲ διεσώθη τῶν οἰκείων περιεχόντων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγκαλιάζω]] («καὶ τῶν άλλων περιεχόντων καί δεομένων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περικυκλώνω]] εχθρούς ή αντιπάλους («περιέσχον οἱ Μαντινῆς πολὺ τῷ κέρᾳ τῶν Σκιριτῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερτερώ]], έχω [[πλεονέκτημα]] [[έναντι]] άλλου («καὶ ἐς τὴν γῆν ἐξέβησαν, τῷ [[ἔργω]] πολὺ περιεχόντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ περιέχον</i><br />α) ο [[αέρας]], η [[ατμόσφαιρα]] που περιβάλλει τη Γη («κεραυνῶν ἐκ τοῦ περιέχοντος πεσόντων», <b>Διόδ.</b>)<br />β) ο [[ουρανός]] («τὸ περιέχον ἡμᾱς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῡμεν οὐρανόν», <b>Στράβ.</b>)<br />γ) το [[στοιχείο]] που περιβάλλει όλο τον κόσμο («τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ) (στην αριστοτ. λογ.) το γενικό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[περιεχόμενο]], [[δηλαδή]] [[προς]] το ειδικό<br />ε) το γενικό όνομα, ο [[γενικός]] όρος ( | |mltxt=ΝΜΑ και αιολ. τ. [[περρέχω]] Α<br />[[περιλαμβάνω]], [[περικλείω]] (α. «το [[νερό]] περιέχει [[πολλά]] [[άλατα]]» β. «το [[βιβλίο]] περιέχει αρκετές ανακρίβειες» γ. «το [[οικόπεδο]] περιέχεται [[μεταξύ]] τών [[οδών]]...» δ. «τόπον κύκλῳ πέτραις περιεχόμενον», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το ουδ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) το [[περιεχόμενο]]<br />α) [[οτιδήποτε]] περιλαμβάνεται [[μέσα]] σε [[κάτι]] [[άλλο]] («το [[περιεχόμενο]] του δέματος ήταν πλούσιο»)<br />β) i) το [[σύνολο]] τών ιδεών και αντιλήψεων που περιλαμβάνει ένα πνευματικό [[έργο]], μια [[μελέτη]], μια [[θεωρία]] («το εκπαιδευτικό [[πρόγραμμα]] [[είναι]] φτωχό ως [[προς]] το παιδαγωγικό του [[περιεχόμενο]]»)<br />ii) <b>στον πληθ.</b> το [[σύνολο]] της ύλης ενός βιβλίου ή άλλου εντύπου («[[πίνακας]] περιεχομένων»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μεστός]] περιεχομένου» ή «[[κενός]] περιεχομένου»<br />([[κυρίως]] για λόγο, [[φράση]], [[λέξη]]) [[γεμάτος]] [[ουσία]], [[πλούσιος]] σε ιδέες και χαρίσματα ή [[χωρίς]] [[ουσία]], [[χωρίς]] [[ζουμί]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[περιβάλλω]] για να προφυλάξω, [[προστατεύω]] («αὐτὸς δὲ διεσώθη τῶν οἰκείων περιεχόντων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αγκαλιάζω]] («καὶ τῶν άλλων περιεχόντων καί δεομένων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[περικυκλώνω]] εχθρούς ή αντιπάλους («περιέσχον οἱ Μαντινῆς πολὺ τῷ κέρᾳ τῶν Σκιριτῶν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[υπερτερώ]], έχω [[πλεονέκτημα]] [[έναντι]] άλλου («καὶ ἐς τὴν γῆν ἐξέβησαν, τῷ [[ἔργω]] πολὺ περιεχόντες», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ περιέχον</i><br />α) ο [[αέρας]], η [[ατμόσφαιρα]] που περιβάλλει τη Γη («κεραυνῶν ἐκ τοῦ περιέχοντος πεσόντων», <b>Διόδ.</b>)<br />β) ο [[ουρανός]] («τὸ περιέχον ἡμᾱς ἅπαντας καὶ γῆν καὶ θάλατταν, ὃ καλοῡμεν οὐρανόν», <b>Στράβ.</b>)<br />γ) το [[στοιχείο]] που περιβάλλει όλο τον κόσμο («τὸ ἄπειρον καὶ τὸ περιέχον», <b>Αριστοτ.</b>)<br />δ) (στην αριστοτ. λογ.) το γενικό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το [[περιεχόμενο]], [[δηλαδή]] [[προς]] το ειδικό<br />ε) το γενικό όνομα, ο [[γενικός]] όρος («καλοῦσι δ' αυτούς... πλάτακας ἀπὸ τοῦ περιέχοντος», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>6.</b> (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ὁ περιέχων</i><br />ο [[αέρας]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιέχομαι</i><br />α) [[κρατιέμαι]] [[σφιχτά]] («γούνων περιεχομένη», Απολλ. Ρόδ.)<br />β) αφοσιώνομαι σε κάποιον («Περίανδρος περιεχόμενος τοῦ νεηνίεω», <b>Ηρόδ.</b>)<br />γ) [[επιδιώκω]] [[κάτι]], [[κατατείνω]] σε [[κάτι]] («οὐ ταὐτὰ ἀσκέοντες τὠυτοῦ περιεχόμεθα», <b>Ηρόδ.</b>)<br />δ) (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) <i>τὸ περιεχόμενον</i><br />(αριστοτ. λογ.) το ειδικό, σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] το περιέχον, [[δηλαδή]] [[προς]] το γενικό<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ονόματα περιέχοντα» — οι καθολικές έννοιες, οι γενικοί όροι. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |