Anonymous

βέβαιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[βέβαιος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> (για [[πράγμα]]) [[αναμφισβήτητος]], [[αναμφίβολος]], [[σίγουρος]]<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[σταθερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πρόσωπο]]) [[εκείνος]] που γνωρίζει [[κάτι]] καλά, ο πεπεισμένος για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βέβαιον</i>, <i>το</i><br />[[βεβαιότητα]], [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεός]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> [[μόνιμος]], [[διαρκής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βέβαιος]] περιέχει ένα διπλασιασμένο τ. του <i>βήναι</i> (απρμφ. αόρ. του [[βαίνω]]) και [[συνεπώς]] συνδέεται μορφολογικά και σημασιολογικά με τη μτχ. <i>βεβαώς</i> του παρακμ. <i>βέβηκα</i>, βάσει της οποίας ερμηνεύεται πιθ. το [[βέβαιος]] <span style="color: red;"><</span> <b>(τ.)</b> <i>βεβα</i>-<i>υσ</i>-<i>ιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> και <i>ιδυίος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>υσ</i>-<i>ιος</i>). Στον Θουκυδίδη και στον Πλάτωνα ο τ. απαντά [[πάντοτε]] ως [[βέβαιος]], -<i>ον</i>, ενώ σε άλλους συγγραφείς και ως [[βέβαιος]], -<i>α</i>, -<i>ον</i>. Το [[βέβαιος]] χρησιμοποιείται με αρχική [[σημασία]] «[[σταθερός]], στέρεος», απ' όπου προέκυψε η [[έννοια]] του «[[διαρκής]], [[ασφαλής]], [[σίγουρος]]». Τέλος, ο όρος [[βέβαιος]] ως επίθ. χαρακτηρίζει [[συνήθως]] πράγματα, σε σπάνιες δε περιπτώσεις πρόσωπα (<b>[[πρβλ]].</b> «[[βέβαιος]] [[φίλος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βεβαιοσύνη]], [[βεβαιότητα]] (-<i>ότης</i>), [[βεβαιώνω]] (-<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αβέβαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερβέβαιος]]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[βέβαιος]], -α, -ον)<br /><b>1.</b> (για [[πράγμα]]) [[αναμφισβήτητος]], [[αναμφίβολος]], [[σίγουρος]]<br /><b>2.</b> (για [[πρόσωπο]]) [[σταθερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για [[πρόσωπο]]) [[εκείνος]] που γνωρίζει [[κάτι]] καλά, ο πεπεισμένος για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>βέβαιον</i>, <i>το</i><br />[[βεβαιότητα]], [[σταθερότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στερεός]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> [[μόνιμος]], [[διαρκής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[βέβαιος]] περιέχει ένα διπλασιασμένο τ. του <i>βήναι</i> (απρμφ. αόρ. του [[βαίνω]]) και [[συνεπώς]] συνδέεται μορφολογικά και σημασιολογικά με τη μτχ. <i>βεβαώς</i> του παρακμ. <i>βέβηκα</i>, βάσει της οποίας ερμηνεύεται πιθ. το [[βέβαιος]] <span style="color: red;"><</span> <b>(τ.)</b> <i>βεβα</i>-<i>υσ</i>-<i>ιος</i> ([[πρβλ]]. και <i>ιδυίος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fιδ</i>-<i>υσ</i>-<i>ιος</i>). Στον Θουκυδίδη και στον Πλάτωνα ο τ. απαντά [[πάντοτε]] ως [[βέβαιος]], -<i>ον</i>, ενώ σε άλλους συγγραφείς και ως [[βέβαιος]], -<i>α</i>, -<i>ον</i>. Το [[βέβαιος]] χρησιμοποιείται με αρχική [[σημασία]] «[[σταθερός]], στέρεος», απ' όπου προέκυψε η [[έννοια]] του «[[διαρκής]], [[ασφαλής]], [[σίγουρος]]». Τέλος, ο όρος [[βέβαιος]] ως επίθ. χαρακτηρίζει [[συνήθως]] πράγματα, σε σπάνιες δε περιπτώσεις πρόσωπα ([[πρβλ]]. «[[βέβαιος]] [[φίλος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[βεβαιοσύνη]], [[βεβαιότητα]] (-<i>ότης</i>), [[βεβαιώνω]] (-<i>ώ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αβέβαιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[υπερβέβαιος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm