Anonymous

βέβαιος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "συχν." to "συχν."
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "συχν." to "συχν.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βέβαιος''': ος, ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ἴδε κατωτ.· (βαίνω)· ‒ [[στερεός]], [[σταθερός]], [[κρύσταλλος]] Θουκ. 3. 23· [[ὄχημα]] Πλάτ. Φαίδων· 85D· [[σταθερός]], [[ἀκίνητος]], [[ἀμετάβλητος]], [[διαρκής]], [[ὁμιλία]]… πιστὴ καὶ [[βέβαιος]] Σοφ. Φ. 71· ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κτήσεις μόναι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 202· [[ψῆφος]] βεβαία Εὐρ. Ἠλ. 1263· τὴν [[χάριν]] βέβαιον ἔχειν (διάφ. γραφ. -αίαν, ἀλλ’ ὁ Θουκ. προτιμᾶ -ος, ον) Θουκ. 1. 32· οὐδέπω [[βέβαιος]] ἦν ἡ [[σωτηρία]] Ἀνδοκ. 8. 9· εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Ἰσοκρ. 76Ε· [[φιλία]] [[βέβαιος]] Πλάτ. Συμπ. 183C· βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς ὁ αὐτ. Πολ. 586Α· πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς ὁ αὐτ. Τιμ. 37Β, κτλ.· ‒ [[βέβαιος]], [[ἀσφαλής]], [[ἀναμφίβολος]], [[τέκμαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 450· [[ἄκος]] ὁ αὐτ. Εὐμ. 506· β. τοξεύματα (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου certa sagitta), Σοφ. Ἀντ. 1086· βεβαιότερος [[κίνδυνος]], φανερώτερος, ἀναμφιβολώτερος, Θουκ. 3. 39· ὑπερθ. -ότατος, ὁ αὐτ. 1. 124. 2) ἐπὶ προσώπ., κτλ., [[σταθερός]], [[ἀμετακίνητος]], [[ἀσφαλής]], [[μόνιμος]], [[ἀμετάβλητος]], φίλος Αἰσχύλ. Πρ. 297, πρβλ. Θουκ. 5. 43· καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ.· μ. ἀπαρ., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν, ἀσφαλέστεροι ὡς πρὸς τοῦτο ὅτι δὲν [[ἤθελον]]..., Θουκ. 3. 11· [[βέβαιος]] ἦν, ἦτο βέβαιον ὅτι…, Διον. Ἁλ. 3. 35. 3) τὸ βέβαιον, [[βεβαιότης]], Ἡρόδ. 7. 50· τὸ β. τῆς διανοίας, [[σταθερότης]], ἀποφασιστικότης, Θουκ. 2. 89, πρβλ. Πλάτ. Φιληβ. 59C, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 15· β. κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· β. οἰκεῖσθαι ὁ αὐτ. 1. 2· ἔχειν Δημ. 99. 29· συγκρ. -ότερον, Θουκ. 1. 8.· -οτέρως, Ἰσοκρ. 171C· ὑπερθ. -ότατα, Θουκ. 6. 91.
|lstext='''βέβαιος''': ος, ον, [[ὡσαύτως]] α, ον, ἴδε κατωτ.· (βαίνω)· ‒ [[στερεός]], [[σταθερός]], [[κρύσταλλος]] Θουκ. 3. 23· [[ὄχημα]] Πλάτ. Φαίδων· 85D· [[σταθερός]], [[ἀκίνητος]], [[ἀμετάβλητος]], [[διαρκής]], [[ὁμιλία]]… πιστὴ καὶ [[βέβαιος]] Σοφ. Φ. 71· ἀρετῆς βέβαιαι… αἱ κτήσεις μόναι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 202· [[ψῆφος]] βεβαία Εὐρ. Ἠλ. 1263· τὴν [[χάριν]] βέβαιον ἔχειν (διάφ. γραφ. -αίαν, ἀλλ’ ὁ Θουκ. προτιμᾶ -ος, ον) Θουκ. 1. 32· οὐδέπω [[βέβαιος]] ἦν ἡ [[σωτηρία]] Ἀνδοκ. 8. 9· εἰρήνην βεβαίαν ἀγαγεῖν Ἰσοκρ. 76Ε· [[φιλία]] [[βέβαιος]] Πλάτ. Συμπ. 183C· βεβαίου τε καὶ καθαρᾶς ἡδονῆς ὁ αὐτ. Πολ. 586Α· πίστεις βέβαιοι καὶ ἀληθεῖς ὁ αὐτ. Τιμ. 37Β, κτλ.· ‒ [[βέβαιος]], [[ἀσφαλής]], [[ἀναμφίβολος]], [[τέκμαρ]] Αἰσχύλ. Πρ. 450· [[ἄκος]] ὁ αὐτ. Εὐμ. 506· β. τοξεύματα (πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλίου certa sagitta), Σοφ. Ἀντ. 1086· βεβαιότερος [[κίνδυνος]], φανερώτερος, ἀναμφιβολώτερος, Θουκ. 3. 39· ὑπερθ. -ότατος, ὁ αὐτ. 1. 124. 2) ἐπὶ προσώπ., κτλ., [[σταθερός]], [[ἀμετακίνητος]], [[ἀσφαλής]], [[μόνιμος]], [[ἀμετάβλητος]], φίλος Αἰσχύλ. Πρ. 297, πρβλ. Θουκ. 5. 43· καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· μ. ἀπαρ., βεβαιότεροι μηδὲν νεωτεριεῖν, ἀσφαλέστεροι ὡς πρὸς τοῦτο ὅτι δὲν [[ἤθελον]]..., Θουκ. 3. 11· [[βέβαιος]] ἦν, ἦτο βέβαιον ὅτι…, Διον. Ἁλ. 3. 35. 3) τὸ βέβαιον, [[βεβαιότης]], Ἡρόδ. 7. 50· τὸ β. τῆς διανοίας, [[σταθερότης]], ἀποφασιστικότης, Θουκ. 2. 89, πρβλ. Πλάτ. Φιληβ. 59C, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 15· β. κλῃστὸν Θουκ. 2. 17· β. οἰκεῖσθαι ὁ αὐτ. 1. 2· ἔχειν Δημ. 99. 29· συγκρ. -ότερον, Θουκ. 1. 8.· -οτέρως, Ἰσοκρ. 171C· ὑπερθ. -ότατα, Θουκ. 6. 91.
}}
}}
{{bailly
{{bailly