3,274,754
edits
m (Text replacement - " ;" to ";") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM [[γνωρίζω]], Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω)<br /><b>1.</b> έχω μάθει, [[ξέρω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> έχω [[γνωριμία]] με κάποιον, [[ξέρω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]] γνωστό, [[ανακοινώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[επαναφέρω]] στη [[μνήμη]] μου, [[αναγνωρίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[γνωρίζω]] ως ερωτικό σύντροφο, έχω σαρκική [[σχέση]]<br /><b>2.</b> [[ξεχωρίζω]], [[διακρίνω]]<br /><b>3.</b> (για [[σφάλμα]]) [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]]<br /><b>4.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br />II. <b>παθ.</b> <i>γνωρίζομαι</i> (AM γνωρίζομαι)<br /><b>1.</b> αναγνωρίζομαι από κάποιον<br /><b>2.</b> έχω [[γνωριμία]], κοινωνικές σχέσεις με κάποιον («ἐγνωρισμένοι αὐτῷ» — που είχαν γνωριστεί μ' αυτόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[γνωρίζω]], όπως εξάλλου και το επίθ. [[γνώριμος]], πιθ. προήλθε από ουσ. <i>γνώρον</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γνω</i>- ([[γιγνώσκω]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ρ</i>-. Το [[ρήμα]] διατηρήθηκε και χρησιμοποιείται παράλληλα [[προς]] το συνώνυμό του [[ξέρω]] στη νέα Ελληνική αντικαθιστώντας τα αρχ. [[γιγνώσκω]] και [[οίδα]]. Ο νεοελλ. τ. <i>εγνωρίζω</i> ανήκει στους ρηματικούς τύπους οι οποίοι, έχοντας [[αύξηση]] <i>ε</i>- στους ιστορικούς χρόνους, διατήρησαν αυτήν και στους αρκτικούς [[μετά]] από λέξεις που έληγαν σε -<i>ν</i> ή -<i>ς</i | |mltxt=και εγνωρίζω και ηγνωρίζω (AM [[γνωρίζω]], Μ και ἐγνωρίζω και ἠγνωρίζω)<br /><b>1.</b> έχω μάθει, [[ξέρω]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> έχω [[γνωριμία]] με κάποιον, [[ξέρω]] κάποιον<br /><b>3.</b> [[αναγνωρίζω]], [[παραδέχομαι]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[καθιστώ]] γνωστό, [[ανακοινώνω]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>5.</b> [[επαναφέρω]] στη [[μνήμη]] μου, [[αναγνωρίζω]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />Ι. 1. [[γνωρίζω]] ως ερωτικό σύντροφο, έχω σαρκική [[σχέση]]<br /><b>2.</b> [[ξεχωρίζω]], [[διακρίνω]]<br /><b>3.</b> (για [[σφάλμα]]) [[αναγνωρίζω]], [[ομολογώ]]<br /><b>4.</b> [[καταλαβαίνω]], [[αντιλαμβάνομαι]]<br />II. <b>παθ.</b> <i>γνωρίζομαι</i> (AM γνωρίζομαι)<br /><b>1.</b> αναγνωρίζομαι από κάποιον<br /><b>2.</b> έχω [[γνωριμία]], κοινωνικές σχέσεις με κάποιον («ἐγνωρισμένοι αὐτῷ» — που είχαν γνωριστεί μ' αυτόν).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το ρ. [[γνωρίζω]], όπως εξάλλου και το επίθ. [[γνώριμος]], πιθ. προήλθε από ουσ. <i>γνώρον</i> <span style="color: red;"><</span> <b>(θ.)</b> <i>γνω</i>- ([[γιγνώσκω]]) <span style="color: red;">+</span> ([[επίθημα]]) -<i>ρ</i>-. Το [[ρήμα]] διατηρήθηκε και χρησιμοποιείται παράλληλα [[προς]] το συνώνυμό του [[ξέρω]] στη νέα Ελληνική αντικαθιστώντας τα αρχ. [[γιγνώσκω]] και [[οίδα]]. Ο νεοελλ. τ. <i>εγνωρίζω</i> ανήκει στους ρηματικούς τύπους οι οποίοι, έχοντας [[αύξηση]] <i>ε</i>- στους ιστορικούς χρόνους, διατήρησαν αυτήν και στους αρκτικούς [[μετά]] από λέξεις που έληγαν σε -<i>ν</i> ή -<i>ς</i> [[πρβλ]]. <i>μάς έβλεπε</i>, <i>τον έδειρε</i> και <i>μάς εβλέπει</i>, <i>τον εδέρνει</i>. Το ίδιο συμβαίνει και στον τ. <i>ηγνωρίζω</i>, με [[προσθήκη]] του <i>η</i>- [[αντί]] του <i>ε</i>- ([[πρβλ]]. διαλεκτ. <i>ηστέλλω</i>, <i>ηχτίζω</i>, <i>ηγαπώ</i> <b>κ.ά.</b>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[γνώρισις]], [[γνώρισμα]], [[γνωρισμός]], [[γνωριστής]], [[γνωριστικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αναγνωρίζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εξαναγνωρίζω</i>, [[επιγνωρίζω]], [[προγνωρίζω]], [[συγγνωρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καλογνωρίζω]], <i>μισογνωρίζω</i>, <i>ξαναγνωρίζω</i>, [[παραγνωρίζω]], [[πρωτογνωρίζω]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |