Anonymous

ἀλέξω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ."
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλέξω]] (και σπάνια [[ἀλέκω]]) (Α)<br />Ι <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[αποτρέπω]], [[αποσοβώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[υπερασπίζω]]<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[βοήθεια]]<br />ΙΙ <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αμύνομαι]]<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] [[ἀλέξω]] συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλεκ</i>-<i>σ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>∂</i><sub>2</sub><i>l</i>-<i>ek</i>-<br />το -<i>σ</i>- πιθ. εφετικό), η οποία [[είναι]] [[συγγενής]] με τη μονοσύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>∂</i><sub>2</sub><i>el</i>-<i>ek</i>-·), <b>βλ.</b> [[ἄλαλκε]]. Το [[ρήμα]] [[ἀλέξω]] [[είναι]] συγγενές με το σανσκρ. <i>raksati</i> «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]». Αντίθετα δεν μπορεί να υποστηριχθεί με [[βεβαιότητα]] ότι η μονοσύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- απαντά και σε [[άλλη]] [[γλώσσα]]<br />πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το αγγλοσαξον. <i>ealgian</i> «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]». Σε αρκετά παράγωγα του ρ. [[ἀλέξω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀλέξησις]], [[ἀλέξημα]], [[ἀλεξητήρ]]) απαντά επαυξημένη [[μορφή]] της δισύλλαβης ρηματικής ρίζας. Εξάλλου το ρ. εν συνθέσει απαντά ως <i>ἀλεξι</i>-, ακολουθώντας την [[κατηγορία]] τών αρχαίων ρηματικών α' συνθετικών σε -(<i>σ</i>)<i>ι</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλέξημα]], [[ἀλέξησις]], [[ἀλεξητήρ]], [[ἀλεξήτωρ]], [[ἀλέξιμον]], [[ἄλεξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Βλ. <i>ἀλεξι</i>-].
|mltxt=[[ἀλέξω]] (και σπάνια [[ἀλέκω]]) (Α)<br />Ι <b>ενεργ.</b><br /><b>1.</b> [[απομακρύνω]], [[αποτρέπω]], [[αποσοβώ]]<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[υπερασπίζω]]<br /><b>3.</b> [[προσφέρω]] [[βοήθεια]]<br />ΙΙ <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αμύνομαι]]<br /><b>2.</b> [[ανταμείβω]], [[ανταποδίδω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το [[ρήμα]] [[ἀλέξω]] συνδέεται ετυμολογικά με τη δισύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλεκ</i>-<i>σ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>∂</i><sub>2</sub><i>l</i>-<i>ek</i>-<br />το -<i>σ</i>- πιθ. εφετικό), η οποία [[είναι]] [[συγγενής]] με τη μονοσύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- (<span style="color: red;"><</span> ΙΕ <i>∂</i><sub>2</sub><i>el</i>-<i>ek</i>-·), <b>βλ.</b> [[ἄλαλκε]]. Το [[ρήμα]] [[ἀλέξω]] [[είναι]] συγγενές με το σανσκρ. <i>raksati</i> «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]». Αντίθετα δεν μπορεί να υποστηριχθεί με [[βεβαιότητα]] ότι η μονοσύλλαβη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- απαντά και σε [[άλλη]] [[γλώσσα]]<br />πιθ. να έχει κάποια [[σχέση]] με το αγγλοσαξον. <i>ealgian</i> «[[προστατεύω]], [[υπερασπίζω]]». Σε αρκετά παράγωγα του ρ. [[ἀλέξω]] ([[πρβλ]]. [[ἀλέξησις]], [[ἀλέξημα]], [[ἀλεξητήρ]]) απαντά επαυξημένη [[μορφή]] της δισύλλαβης ρηματικής ρίζας. Εξάλλου το ρ. εν συνθέσει απαντά ως <i>ἀλεξι</i>-, ακολουθώντας την [[κατηγορία]] τών αρχαίων ρηματικών α' συνθετικών σε -(<i>σ</i>)<i>ι</i>-.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλέξημα]], [[ἀλέξησις]], [[ἀλεξητήρ]], [[ἀλεξήτωρ]], [[ἀλέξιμον]], [[ἄλεξις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> Βλ. <i>ἀλεξι</i>-].
}}
}}
{{lsm
{{lsm