3,277,286
edits
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄσπετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άρρητος]], ο [[ανέκφραστος]]<br /><b>2.</b> (για αριθμούς) ο [[αναρίθμητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) υπέρμετρα, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ά</i>-<i>σπ</i>-<i>ετος</i> (του οποίου η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] «[[άρρητος]]») <span style="color: red;"><</span> α<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> ([[ρίζα]]) <i>sek</i><sup>w</sup>-, αποτελεί ρηματικό επίθ. του [[εννέπω]] «[[λέγω]], [[μιλώ]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ενσέπω</i><br / | |mltxt=[[ἄσπετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[άρρητος]], ο [[ανέκφραστος]]<br /><b>2.</b> (για αριθμούς) ο [[αναρίθμητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) υπέρμετρα, υπερβολικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ά</i>-<i>σπ</i>-<i>ετος</i> (του οποίου η αρχική [[σημασία]] [[είναι]] «[[άρρητος]]») <span style="color: red;"><</span> α<b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> ([[ρίζα]]) <i>sek</i><sup>w</sup>-, αποτελεί ρηματικό επίθ. του [[εννέπω]] «[[λέγω]], [[μιλώ]]» (<span style="color: red;"><</span> <i>ενσέπω</i><br />[[πρβλ]]. <i>ενι</i>-<i>σπ</i>-<i>είν</i>). Πρόκειται για επίθ. της επικής [[κυρίως]] ποιήσεως ([[Όμηρος]]). Απαντά [[κυρίως]] με τη [[σημασία]] «αρρήτως, απερίγραπτα [[μεγάλος]]» για να χαρακτηρίσει τον αιθέρα, τον ωκεανό, το [[νερό]], το [[δάσος]], την [[αλκή]] κ.ά. Λιγότερο [[συχνά]] χρησιμοποιείται με τη [[σημασία]] «[[αναρίθμητος]]» για να δηλώσει αριθμό. Η λ. μαρτυρείται [[επίσης]] σπανιότερα στον Εμπεδοκλή, στους λυρικούς (Βακχυλίδη), στους τραγικούς (Σοφοκλή, Ευριπίδη) και στη μεταγενέστερη [[πεζογραφία]] (Πολύβιο). Αξιοσημείωτο [[είναι]] [[τέλος]] ότι ο [[επικός]] Κόιντος ο [[Σμυρναίος]] χρησιμοποιεί τον παρεκτεταμένο τ. <i>αάσπετος</i> ([[πρβλ]]. <i>αάσχετος</i>-[[άσχετος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |