Anonymous

ἀνέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) hinaufgehen, emporsteigen, ἐς σκοπιήν, zur Warte, Od. 10, 97; ἐξ Ἅιδου ἐς θεοὺς ἀνελθεῖν Plat. Rep. VII, 521 c; [[κάτωθεν]] Ar. Av. 1562; εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 4, 28; auftreten auf der Rednerbühne, Plut. Aem Paul. 31; – aufschießen, vom schlanken Wuchs eines jungen Baumes, Od. 6, 163. 167; von der Sonne, ἡλίου φῶς, Aesch. Ag. 644; vgl. λαμπ τῆρες Ch. 529, wo Valcken. ἀνῇθον corr. – 2) zurückkommen, heimkehren, ll. 6, 187; ἂψ. ἀν. 4, 392; αὺτις ἀν. Od. 1, 317; so Soph. Phil. 621; [[πάλιν]] ἐπ' αρχήν Plat. Tim. 69 a; ἄνελθέ μοι [[πάλιν]], erzähle mir wiederum, Eur. Phoen. 1213.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0226.png Seite 226]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) hinaufgehen, emporsteigen, ἐς σκοπιήν, zur Warte, Od. 10, 97; ἐξ Ἅιδου ἐς θεοὺς ἀνελθεῖν Plat. Rep. VII, 521 c; [[κάτωθεν]] Ar. Av. 1562; εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 4, 28; auftreten auf der Rednerbühne, Plut. Aem Paul. 31; – aufschießen, vom schlanken Wuchs eines jungen Baumes, Od. 6, 163. 167; von der Sonne, ἡλίου φῶς, Aesch. Ag. 644; vgl. λαμπ τῆρες Ch. 529, wo Valcken. ἀνῇθον corr. – 2) zurückkommen, heimkehren, ll. 6, 187; ἂψ. ἀν. 4, 392; αὺτις ἀν. Od. 1, 317; so Soph. Phil. 621; [[πάλιν]] ἐπ' αρχήν Plat. Tim. 69 a; ἄνελθέ μοι [[πάλιν]], erzähle mir wiederum, Eur. Phoen. 1213.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνελεύσομαι, <i>ao.</i> [[ἀνῆλθον]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]] en haut);<br /><b>1</b> monter : [[ἐς]] σκοπιήν OD sur un lieu d'observation ; ἐπὶ τὸ [[βῆμα]] <i>ou abs.</i> [[ἀν]]. PLUT monter à la tribune ; <i>p. anal.</i> se lever <i>en parl. du soleil</i>;<br /><b>2</b> pousser, croître;<br /><b>3</b> aller de la côte dans l'intérieur;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]] en arrière);<br /><b>1</b> revenir sur ses pas, revenir, retourner;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> revenir à, passer aux mains de : [[εἴς]] τινα EUR être remis entre les mains de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνέρχομαι''': (πρβλ. [[ἄνειμι]]): ἀόρ. -ήλυθον ἢ -ῆλθον: - [[ἀναβαίνω]], ἀνελθὼν ἐς σκοπιὴν Ὀδ. Κ. 97· εἰς τὴν ἀκρόπολιν Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 39· ἐπὶ τὴν σκηνὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 26· ἐπὶ τὸ βῆμα Ἡρωδιαν. 1. 5· [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, [[ἀναβαίνω]] τὸ βῆμα, Πλουτ. Αἰμίλ. 31: - [[ἀναβαίνω]] ἀπὸ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγαια, Ὀδ. Τ. 190: - [[ἀνέρχομαι]] ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, ἀν. ἐξ Ἀΐδεω Θέογν. 703· κἀξ Ἅιδου θανὼν πρὸς φῶς ἀν. Σοφ. Φ. 624· ἐξ Ἅιδου εἰς θεοὺς Πλάτ. Πολ. 531C. 2) ἐπὶ δένδρων, αὐξάνομαι, «μεγαλώνω», [[ἀνατρέχω]], φοίνικος νέον [[ἔρνος]] ἀνερχόμενον ἐνόησα Ὀδ. Ζ. 163, 167: ἐπὶ τοῦ ἡλίου, [[ἀνατέλλω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 658· ἀν. ὠκεανοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1230: ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ἀναφλέγομαι, [[ἀναλάμπω]], Αἰσχύλ. Χο. 536: ἐπὶ ὕδατος, ἀνυψοῦμαι, πλημμυρῶ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 32: - μεταφ., [[ὄλβος]] ἀν. Εὐρ. Ὀρ. 810. 3) ἐν συζητήσει, [[ἔρχομαι]] [[πάλιν]] [[ἐκεῖ]] [[ὅθεν]] ἤρχισα, [[ἔρχομαι]] [[πάλιν]] εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ζητήματος, ἐπ’ ἀρχὴν ἀνελθόντες σκοπεῖν Πλάτ. Πολ. 511D. ΙΙ. [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]] [[ὀπίσω]], [[ἐπανέρχομαι]] [[πάλιν]], [[ὑποστρέφω]], Ὅμ., [[ὅστις]] καὶ ἐπιτείνει αὐτὸ τῇ προσθήκῃ τοῦ ἂψ ἢ τοῦ [[αὖθις]], Ἰλ. Δ. 392, Ὀδ. Α. 317· πρβλ. [[ἐπανέρχομαι]]. 2) [[ἀνατρέχω]] εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ διηγοῦμαι, ἀλλ’ ἄνελθέ μοι [[πάλιν]], τί... «ἀνάδραμε καὶ διήγησαι» (Σχόλ.) Εὐρ. Φοίν. 1207, πρβλ. Ἴωνα 933· [[πάλιν]] ἐπ’ ἀρχὴν ἀν. Πλάτ. Τίμ. 69Α. 3) [[νόμος]]... εἴς σ’ ἀνελθὼν εἰ διαφθαρήσεται... οὐκ ἔστιν οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἴσον, [ὁ [[θεῖος]]] [[νόμος]] ἀνενεχθεὶς εἰς σὲ (τὸν Ἀγαμέμνονα) [[ὅπως]] ἐφαρμόσῃς αὐτόν, ἐὰν διαφθαρῇ... δὲν ὑπάρχει [[τίποτε]] ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων δίκαιον, Εὐρ. Ἐκ. 802. [Ἐν Ἰλ. Δ. 392 ἂψ ’ᾱνερχομένῳ πρέπει νὰ διορθωθῇ, ἐκ τοῦ Ἑνετικ. χειρογρ. εἰς ἀναερχομένῳ, ὁ Monro ἔχει ἂψ ἂρ’ ἀνερχομένῳ, ἄλλοι δὲ ἂψ οἱ ἀνερχομένῳ, πρβλ. Ζ. 187, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 821].
|lstext='''ἀνέρχομαι''': (πρβλ. [[ἄνειμι]]): ἀόρ. -ήλυθον ἢ -ῆλθον: - [[ἀναβαίνω]], ἀνελθὼν ἐς σκοπιὴν Ὀδ. Κ. 97· εἰς τὴν ἀκρόπολιν Ξεν. Ἑλ. 2. 4, 39· ἐπὶ τὴν σκηνὴν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 26· ἐπὶ τὸ βῆμα Ἡρωδιαν. 1. 5· [[ἐντεῦθεν]] ἀπολ., ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, [[ἀναβαίνω]] τὸ βῆμα, Πλουτ. Αἰμίλ. 31: - [[ἀναβαίνω]] ἀπὸ τῆς παραλίας εἰς τὰ μεσόγαια, Ὀδ. Τ. 190: - [[ἀνέρχομαι]] ἐκ τοῦ [[κάτω]] κόσμου, ἀν. ἐξ Ἀΐδεω Θέογν. 703· κἀξ Ἅιδου θανὼν πρὸς φῶς ἀν. Σοφ. Φ. 624· ἐξ Ἅιδου εἰς θεοὺς Πλάτ. Πολ. 531C. 2) ἐπὶ δένδρων, αὐξάνομαι, «μεγαλώνω», [[ἀνατρέχω]], φοίνικος νέον [[ἔρνος]] ἀνερχόμενον ἐνόησα Ὀδ. Ζ. 163, 167: ἐπὶ τοῦ ἡλίου, [[ἀνατέλλω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 658· ἀν. ὠκεανοῖο Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1230: ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], ἀναφλέγομαι, [[ἀναλάμπω]], Αἰσχύλ. Χο. 536: ἐπὶ ὕδατος, ἀνυψοῦμαι, πλημμυρῶ, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 32: - μεταφ., [[ὄλβος]] ἀν. Εὐρ. Ὀρ. 810. 3) ἐν συζητήσει, [[ἔρχομαι]] [[πάλιν]] [[ἐκεῖ]] [[ὅθεν]] ἤρχισα, [[ἔρχομαι]] [[πάλιν]] εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ ζητήματος, ἐπ’ ἀρχὴν ἀνελθόντες σκοπεῖν Πλάτ. Πολ. 511D. ΙΙ. [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]] [[ὀπίσω]], [[ἐπανέρχομαι]] [[πάλιν]], [[ὑποστρέφω]], Ὅμ., [[ὅστις]] καὶ ἐπιτείνει αὐτὸ τῇ προσθήκῃ τοῦ ἂψ ἢ τοῦ [[αὖθις]], Ἰλ. Δ. 392, Ὀδ. Α. 317· πρβλ. [[ἐπανέρχομαι]]. 2) [[ἀνατρέχω]] εἰς τὴν ἀρχὴν καὶ διηγοῦμαι, ἀλλ’ ἄνελθέ μοι [[πάλιν]], τί... «ἀνάδραμε καὶ διήγησαι» (Σχόλ.) Εὐρ. Φοίν. 1207, πρβλ. Ἴωνα 933· [[πάλιν]] ἐπ’ ἀρχὴν ἀν. Πλάτ. Τίμ. 69Α. 3) [[νόμος]]... εἴς σ’ ἀνελθὼν εἰ διαφθαρήσεται... οὐκ ἔστιν οὐδὲν τῶν ἐν ἀνθρώποις ἴσον, [ὁ [[θεῖος]]] [[νόμος]] ἀνενεχθεὶς εἰς σὲ (τὸν Ἀγαμέμνονα) [[ὅπως]] ἐφαρμόσῃς αὐτόν, ἐὰν διαφθαρῇ... δὲν ὑπάρχει [[τίποτε]] ἐκ τῶν ἀνθρωπίνων δίκαιον, Εὐρ. Ἐκ. 802. [Ἐν Ἰλ. Δ. 392 ἂψ ’ᾱνερχομένῳ πρέπει νὰ διορθωθῇ, ἐκ τοῦ Ἑνετικ. χειρογρ. εἰς ἀναερχομένῳ, ὁ Monro ἔχει ἂψ ἂρ’ ἀνερχομένῳ, ἄλλοι δὲ ἂψ οἱ ἀνερχομένῳ, πρβλ. Ζ. 187, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 821].
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀνελεύσομαι, <i>ao.</i> [[ἀνῆλθον]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]] en haut);<br /><b>1</b> monter : [[ἐς]] σκοπιήν OD sur un lieu d'observation ; ἐπὶ τὸ [[βῆμα]] <i>ou abs.</i> [[ἀν]]. PLUT monter à la tribune ; <i>p. anal.</i> se lever <i>en parl. du soleil</i>;<br /><b>2</b> pousser, croître;<br /><b>3</b> aller de la côte dans l'intérieur;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]] en arrière);<br /><b>1</b> revenir sur ses pas, revenir, retourner;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> revenir à, passer aux mains de : [[εἴς]] τινα EUR être remis entre les mains de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἔρχομαι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth