3,274,502
edits
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0180.png Seite 180]] (s. [[βάλλω]]), act. <b class="b2">auf-, hinaufwerfen,</b> a) im eigtl. Sinne, γῆν Xen. Cyr. 7, 5, 10; τάφρον 5, 2, 5, einen Graben aufwerfen; [[κρήνη]] [[ὕδωρ]] Callim. frg. 298; τινὰ ἐπὶ τὸνἵππον, Einen auf's Pferd heben, Xen. An. 4, 4, 4; Cyr. 7, 1, 38; vom Pferde gesagt, τὸν ἀναβάτην ἀναβάλλειν, den Reiter in die Höhe, abwerfen, Xen. Eq. 8, 7; ἐπἰ ζυγὸν ἀναβληθεις, auf die Wage gelegt, Ael. V. H. 10, 6. – b) [[aufschieben]], [[ἄεθλον]] Od. 19, 584; dah. hinhalten, λόγοις τινά Dem. 8, 52. 9, 14. – Häufiger im med., a) [[aufschieben]] (eigtl. für sich auf spätere Zeit werfen), μηδ' ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα [[ἔργον]] Il. 2, 436; vgl. Her. 3, 85. 6, 88. [[οὐκέτι]] ἀνεβάλλοντο μὴ οὐ τὸ [[πᾶν]] μηχανήσασθαι, u. sonst; εἰς τὴν τρίτην ἡμέραν ib. 5, 49. 9, 8; Pind. N. 9, 29; ἀναβάλεο, warte, ib. 7, 77 (nach Dissen vom aufzusetzenden Kranze). Oft bei Attikern, εἰς τὴν [[αὔριον]] Plat. Menex. 234 b; εἰς καιρόν Phaed. 107 a; εἰς ἐκκλησίαν Xen. Hell. 1, 7, 4; vgl. Ar. Nubb. 1123 Eccl. 983; ἀνεβάλλετο τὸ [[πρᾶγμα]] χρόνους ἐκ χρόνων Aesch. 1, 63, von einer Zeit zur andern; πόλεμον ἀναβάλλεσθαι, = οὐ διαλύειν, den Krieghinziehen, Isocr. 4, 172; ἀναβαλέσθαιδεόμενος, um Aufschub (der Zahlung) bittend, 3, 33. – Aehnlich ἐπί τινα, an Jemand verweisen, zur Entscheidung, Luc. Pisc. 15. – b) ἀναβάλλεσθαι ἀείδειν, zu singen <b class="b2">anheben,</b> Od. 1, 155; Theocr. 6, 20. 8, 71 (VLL. προοιμιάζεσθαι); ohne ἀείδειν, Ar. Pax 1235; Sp. auch vom Anfange einer Rede, vgl. Plut. Aem. Paul. 26 φωνὰς ἀγεννεῖς, voces turpes emittere; [[μαρτύριον]] ἀναβαλούμενος Ath. III, 100 b; aber [[μέλος]] ἀναβεβλημένον ist bei Dio Chrys. 1, 43, im Ggstz von νόμῳ ὀρθίῳ, ein langsamer Gesang, Andante; so auch Heliod. Vom Fuße: ἀναβ. τὸν ῥυθμόν, den Tactschlagen, Philostr. – c) μάχασπρόστινα, den Kampf mit Jemandem [[aufnehmen]], Her. 5, 49; bei Aesch. Spt. 1019, ἀνὰ κίνδυνον βαλῶ, kann man ἀναῤῥίπτειν vgl. – d) ἱμἀτιον, auch abs., ein Gewand [[umwerfen]], Ar. Vesp. 1132; bes. eine eigene Art von Umwurf, wo das Kleid einen großen Busen bildet, wie es für seine und anständige Männer sich ziemte, Plat. Theaet. 175 e; vgl. Ath. I, 38 und Casaub. dazu; Dem. 19, 251; εὐσταλῶς Luc. Hermot. 18; aber Ar. Eccl. 97 ist es: das Kleid zurückschlagen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0180.png Seite 180]] (s. [[βάλλω]]), act. <b class="b2">auf-, hinaufwerfen,</b> a) im eigtl. Sinne, γῆν Xen. Cyr. 7, 5, 10; τάφρον 5, 2, 5, einen Graben aufwerfen; [[κρήνη]] [[ὕδωρ]] Callim. frg. 298; τινὰ ἐπὶ τὸνἵππον, Einen auf's Pferd heben, Xen. An. 4, 4, 4; Cyr. 7, 1, 38; vom Pferde gesagt, τὸν ἀναβάτην ἀναβάλλειν, den Reiter in die Höhe, abwerfen, Xen. Eq. 8, 7; ἐπἰ ζυγὸν ἀναβληθεις, auf die Wage gelegt, Ael. V. H. 10, 6. – b) [[aufschieben]], [[ἄεθλον]] Od. 19, 584; dah. hinhalten, λόγοις τινά Dem. 8, 52. 9, 14. – Häufiger im med., a) [[aufschieben]] (eigtl. für sich auf spätere Zeit werfen), μηδ' ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα [[ἔργον]] Il. 2, 436; vgl. Her. 3, 85. 6, 88. [[οὐκέτι]] ἀνεβάλλοντο μὴ οὐ τὸ [[πᾶν]] μηχανήσασθαι, u. sonst; εἰς τὴν τρίτην ἡμέραν ib. 5, 49. 9, 8; Pind. N. 9, 29; ἀναβάλεο, warte, ib. 7, 77 (nach Dissen vom aufzusetzenden Kranze). Oft bei Attikern, εἰς τὴν [[αὔριον]] Plat. Menex. 234 b; εἰς καιρόν Phaed. 107 a; εἰς ἐκκλησίαν Xen. Hell. 1, 7, 4; vgl. Ar. Nubb. 1123 Eccl. 983; ἀνεβάλλετο τὸ [[πρᾶγμα]] χρόνους ἐκ χρόνων Aesch. 1, 63, von einer Zeit zur andern; πόλεμον ἀναβάλλεσθαι, = οὐ διαλύειν, den Krieghinziehen, Isocr. 4, 172; ἀναβαλέσθαιδεόμενος, um Aufschub (der Zahlung) bittend, 3, 33. – Aehnlich ἐπί τινα, an Jemand verweisen, zur Entscheidung, Luc. Pisc. 15. – b) ἀναβάλλεσθαι ἀείδειν, zu singen <b class="b2">anheben,</b> Od. 1, 155; Theocr. 6, 20. 8, 71 (VLL. προοιμιάζεσθαι); ohne ἀείδειν, Ar. Pax 1235; Sp. auch vom Anfange einer Rede, vgl. Plut. Aem. Paul. 26 φωνὰς ἀγεννεῖς, voces turpes emittere; [[μαρτύριον]] ἀναβαλούμενος Ath. III, 100 b; aber [[μέλος]] ἀναβεβλημένον ist bei Dio Chrys. 1, 43, im Ggstz von νόμῳ ὀρθίῳ, ein langsamer Gesang, Andante; so auch Heliod. Vom Fuße: ἀναβ. τὸν ῥυθμόν, den Tactschlagen, Philostr. – c) μάχασπρόστινα, den Kampf mit Jemandem [[aufnehmen]], Her. 5, 49; bei Aesch. Spt. 1019, ἀνὰ κίνδυνον βαλῶ, kann man ἀναῤῥίπτειν vgl. – d) ἱμἀτιον, auch abs., ein Gewand [[umwerfen]], Ar. Vesp. 1132; bes. eine eigene Art von Umwurf, wo das Kleid einen großen Busen bildet, wie es für seine und anständige Männer sich ziemte, Plat. Theaet. 175 e; vgl. Ath. I, 38 und Casaub. dazu; Dem. 19, 251; εὐσταλῶς Luc. Hermot. 18; aber Ar. Eccl. 97 ist es: das Kleid zurückschlagen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀναβαλῶ, <i>ao.2</i> ἀνέβαλον, <i>pf.</i> ἀναβέβληκα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἀνεβλήθην, <i>pf.</i> ἀναβέβλημαι;<br /><b>1</b> lancer de bas en haut : γῆν XÉN, [[χοῦν]] THC rejeter la terre (d'un fossé, d'un terrassement) ; ἀ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον XÉN enlever qqn pour le poser à cheval;<br /><b>2</b> lancer en arrière ; reculer, différer, remettre : [[ἄεθλον]] OD différer un combat;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀναβάλλομαι (<i>f.</i> ἀναβαλοῦμαι);<br /><b>1</b> relever sur soi, acc.;<br /><b>2</b> se lancer dans, s'engager dans : μάχας [[πρός]] τινα HDT se lancer dans une lutte contre qqn ; ἀναβάλλεσθαι ἀείδειν OD commencer à chanter, préluder;<br /><b>3</b> différer, remettre, acc.;<br /><b>4</b> tirer en longueur, prolonger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναβάλλω''': (ἴδε βάλλω), [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]], χοῦν ἐξ ὀρύγματος Θουκ. 4. 90· ἀναβάλλ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον, ἀναβιβάζειν, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 4, κτλ.: ἀλλ’ ἐπὶ ἵππου, ἀναβάλλειν τὸν ἀναβάτην, ῥίπτειν, ἐκτινάσσειν τὸν ἀναβ. αὑτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱππ. 8, 7. 2) ἀναβάλλ. τὰ ὄμματα, [[ῥίπτω]] ἄνω τὰ βλέμματά μου [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ φαίνηται τὸ λευκὸν τοῦ βολβοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 4. 1: [[ἐντεῦθεν]], τὰ λευκὰ Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4. 9, Κτησ. παρὰ Πολυδ. Β. 60. ΙΙ. [[ἀναβάλλω]], ὡς καὶ νῦν, [[μηκέτι]] νῦν ἀνάβαλλε... [[ἄεθλον]] Ὀδ. Τ. 584 (τὸ μόνον [[χωρίον]], [[ἔνθα]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ.)· [[ἀναβάλλω]] τινά, δηλ. [[παρεμποδίζω]] διὰ προφάσεων, ἐξ ὧν ἀναβάλλουσι μὲν ἡμᾶς Δημ. 102. 27· ἀν. τὰ πράγματα ὁ αὐτ. 44. 5: - Παθ., ἀνεβλήθη ἡ [[ἐκκλησία]] Θουκ. 5. 45· [[ὥστε]]... οἴεσθαι... εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας, ὅτι θὰ ἀναβληθῶσιν αἱ τιμωρίαι διὰ τὰ τέκνα των, Ἰσοκρ. 226C: πρβλ. κατωτ. Β. ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς τὸ μέσ. Β. ΙΙΙ. ἐνδύομαι, περιβάλλομαι, φορῶ, ἀν. τὸ Κρητικὸν ([[ὅπερ]] ἦτο βραχὺ [[ἐπανωφόριον]]) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 36. IV. [[διακινδυνεύω]] (πιθ. μεταφρ. ἐκ τῶν κύβων), ἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ Αἰσχύλ. Θ. 1028· ἴδε κατωτ. Β. IV., καὶ πρβλ. [[ἀναρρίπτω]]. Β. πολλῷ συχνότερον κατὰ μέσ. ἀνακρούομαι, ἔναρξιν ποιοῦμαι τοῦ ἄδειν πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, (πρβλ. ἀναβολὴ ΙΙ.), ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, «ἀνεκρούετο ὡς ἀσόμενος, [[ἤτοι]] ἐπροοιμιάζετο» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 155, Θ. 266, Θεόκρ. 6. 20· καὶ ἀπολ., ἀναβάλεο Πινδ. Ν. 7. 114· ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1269· [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., ἀνεβάλλετο μολπὴν Χριστοδ. Ἔκφρ. 130· εὐχὴν ἀν. τῷ Ἔρωτι Φιλόστρ. 806: ― Παθ. ([[μέλος]]) ἀναβεβλημένον, ἀργὸν [[μέλος]], ἀντίθετον τῷ ἐπίτροχον, Ἡλιόδ. 2. 8· [[ὅθεν]] ἐπίρρ. -μένως μετ’ ἀναβολῆς, βραδέως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 54. ΙΙ. [[ἀναβάλλω]] ἢ [[ἐπιβραδύνω]] τι, εἰς ὃ ἐνδιαφέρομαι (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ.) μηδ’ ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα [[ἔργον]] Ἰλ. Β. 436. πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 408, Πινδ. Ο. 1. 129, Ν. 9. 69, Ἡρόδ. 3. 85· τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ’ ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 1139· [[εἰσαῦθις]] ἀναβεβλήμεθα ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 983· εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν], νὰ ἀναβάλωμεν [[μέχρι]] τῆς [[αὔριον]], Δημ. 541. 26· ― μετ’ ἀπαρ. μέλλοντος, ἀν. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Ἡρόδ. 6. 86, 2· ἀν. εἰς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι ὁ αὐτ. 5. 49· ἀν. ποιήσειν τὰ δέοντα Δημ. 31. 1· μετ’ ἀπαρεμ. ἀορ., ἀν. ὑποκρίνασθαι Ἡρόδ. 9. 8· μὴ οὐ μηχανήσασθαι ὁ αὐτ. 6. 88 2) [[ἐπιρρίπτω]] τι ἐπί τινα, ἀποδίδω τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἐπὶ σὲ τὸ πᾶν ἀνεβαλόμεθα Λουκ. Ἁλ. 15. ΙΙΙ. [[ῥίπτω]] τὸ [[ἱμάτιον]] ἢ ἐπανωφόριόν μου [[ἐπάνω]] μου ἢ [[ὀπίσω]] μου, [[ῥίπτω]] αὐτὸ [[ὑπὲρ]] τοὺς ὤμους, [[ὥστε]] νὰ κρέμαται κατὰ πτυχάς, ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ἀριστοφ. Σφ. 1132· οὕτω καὶ μόνον ἀναβάλλομαι ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 97· ἀν. ἐπιδέξια Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· [[εἴσω]] τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον, μὲ τὸ [[ἐπανωφόριον]] ἐρριμμένον [[ἐπάνω]] ἢ [[ὀπίσω]], Δημ. 420. 10· ἀναβεβλημένος ἄνω τοῦ γόνατος καθίζειν, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ φαίνωνται τὰ γυμνὰ αὑτοῦ, Θεοφρ. Χαρ. 4: ― περὶ τῶν διαφόρων τρόπων καθ’ οὓς ἐφόρουν οἱ παλαιοὶ τὸ [[ἱμάτιον]] ἢ τὴν χλαῖναν, πρβλ. Ἑΐνδ. καὶ Σταλλβ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. [[προσέτι]] ἀνωτ. Α. ΙΙΙ, ἀναβολὴ Ι. 2. IV. = ἐνεργ. ΙΙΙ. ἀναβάλλεσθαι μάχην, [[διακινδυνεύω]] μάχην, ἀμφίβ. ἐν Ἡροδ. 5. 49 ἀντὶ ἀναλαβέσθαι, ἴδε Schweigh. | |lstext='''ἀναβάλλω''': (ἴδε βάλλω), [[ῥίπτω]] [[ἐπάνω]], χοῦν ἐξ ὀρύγματος Θουκ. 4. 90· ἀναβάλλ. τινὰ ἐπὶ τὸν ἵππον, ἀναβιβάζειν, Ξεν. Ἀν. 4. 4, 4, κτλ.: ἀλλ’ ἐπὶ ἵππου, ἀναβάλλειν τὸν ἀναβάτην, ῥίπτειν, ἐκτινάσσειν τὸν ἀναβ. αὑτοῦ, ὁ αὐτ. Ἱππ. 8, 7. 2) ἀναβάλλ. τὰ ὄμματα, [[ῥίπτω]] ἄνω τὰ βλέμματά μου [[οὕτως]], [[ὥστε]] νὰ φαίνηται τὸ λευκὸν τοῦ βολβοῦ, Ἀριστ. Προβλ. 4. 1: [[ἐντεῦθεν]], τὰ λευκὰ Ἄλεξ. ἐν «Ταραντίνοις» 4. 9, Κτησ. παρὰ Πολυδ. Β. 60. ΙΙ. [[ἀναβάλλω]], ὡς καὶ νῦν, [[μηκέτι]] νῦν ἀνάβαλλε... [[ἄεθλον]] Ὀδ. Τ. 584 (τὸ μόνον [[χωρίον]], [[ἔνθα]] ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ ἐνεργ.)· [[ἀναβάλλω]] τινά, δηλ. [[παρεμποδίζω]] διὰ προφάσεων, ἐξ ὧν ἀναβάλλουσι μὲν ἡμᾶς Δημ. 102. 27· ἀν. τὰ πράγματα ὁ αὐτ. 44. 5: - Παθ., ἀνεβλήθη ἡ [[ἐκκλησία]] Θουκ. 5. 45· [[ὥστε]]... οἴεσθαι... εἰς τοὺς παῖδας ἀναβληθήσεσθαι τὰς τιμωρίας, ὅτι θὰ ἀναβληθῶσιν αἱ τιμωρίαι διὰ τὰ τέκνα των, Ἰσοκρ. 226C: πρβλ. κατωτ. Β. ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς τὸ μέσ. Β. ΙΙΙ. ἐνδύομαι, περιβάλλομαι, φορῶ, ἀν. τὸ Κρητικὸν ([[ὅπερ]] ἦτο βραχὺ [[ἐπανωφόριον]]) Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 36. IV. [[διακινδυνεύω]] (πιθ. μεταφρ. ἐκ τῶν κύβων), ἐγώ σφε θάψω κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ Αἰσχύλ. Θ. 1028· ἴδε κατωτ. Β. IV., καὶ πρβλ. [[ἀναρρίπτω]]. Β. πολλῷ συχνότερον κατὰ μέσ. ἀνακρούομαι, ἔναρξιν ποιοῦμαι τοῦ ἄδειν πρὸς αὐλὸν ἢ λύραν, (πρβλ. ἀναβολὴ ΙΙ.), ἀνεβάλλετο καλὸν ἀείδειν, «ἀνεκρούετο ὡς ἀσόμενος, [[ἤτοι]] ἐπροοιμιάζετο» (Εὐστ.), Ὀδ. Α. 155, Θ. 266, Θεόκρ. 6. 20· καὶ ἀπολ., ἀναβάλεο Πινδ. Ν. 7. 114· ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1269· [[ὡσαύτως]] μ. αἰτ., ἀνεβάλλετο μολπὴν Χριστοδ. Ἔκφρ. 130· εὐχὴν ἀν. τῷ Ἔρωτι Φιλόστρ. 806: ― Παθ. ([[μέλος]]) ἀναβεβλημένον, ἀργὸν [[μέλος]], ἀντίθετον τῷ ἐπίτροχον, Ἡλιόδ. 2. 8· [[ὅθεν]] ἐπίρρ. -μένως μετ’ ἀναβολῆς, βραδέως, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 54. ΙΙ. [[ἀναβάλλω]] ἢ [[ἐπιβραδύνω]] τι, εἰς ὃ ἐνδιαφέρομαι (ἴδε ἀνωτ. ΙΙ.) μηδ’ ἔτι δηρὸν ἀμβαλλώμεθα [[ἔργον]] Ἰλ. Β. 436. πρβλ. Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 408, Πινδ. Ο. 1. 129, Ν. 9. 69, Ἡρόδ. 3. 85· τὸ μέν τι νυνὶ μὴ λάβῃς, τὸ δ’ ἀναβαλοῦ Ἀριστοφ. Νεφ. 1139· [[εἰσαῦθις]] ἀναβεβλήμεθα ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 983· εἰς τὴν ὑστεραίαν ἀναβαλέσθαι [τὴν δίαιταν], νὰ ἀναβάλωμεν [[μέχρι]] τῆς [[αὔριον]], Δημ. 541. 26· ― μετ’ ἀπαρ. μέλλοντος, ἀν. κυρώσειν ἐς τέταρτον μῆνα Ἡρόδ. 6. 86, 2· ἀν. εἰς τρίτην ἡμέρην ἀποκρινέεσθαι ὁ αὐτ. 5. 49· ἀν. ποιήσειν τὰ δέοντα Δημ. 31. 1· μετ’ ἀπαρεμ. ἀορ., ἀν. ὑποκρίνασθαι Ἡρόδ. 9. 8· μὴ οὐ μηχανήσασθαι ὁ αὐτ. 6. 88 2) [[ἐπιρρίπτω]] τι ἐπί τινα, ἀποδίδω τὸ [[πρᾶγμα]] εἰς αὐτόν, ἀλλ’ ἐπὶ σὲ τὸ πᾶν ἀνεβαλόμεθα Λουκ. Ἁλ. 15. ΙΙΙ. [[ῥίπτω]] τὸ [[ἱμάτιον]] ἢ ἐπανωφόριόν μου [[ἐπάνω]] μου ἢ [[ὀπίσω]] μου, [[ῥίπτω]] αὐτὸ [[ὑπὲρ]] τοὺς ὤμους, [[ὥστε]] νὰ κρέμαται κατὰ πτυχάς, ἀναβάλλεσθαι χλαῖναν Ἀριστοφ. Σφ. 1132· οὕτω καὶ μόνον ἀναβάλλομαι ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 97· ἀν. ἐπιδέξια Πλάτ. Θεαίτ. 175Ε, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· [[εἴσω]] τὴν χεῖρα ἔχοντα ἀναβεβλημένον, μὲ τὸ [[ἐπανωφόριον]] ἐρριμμένον [[ἐπάνω]] ἢ [[ὀπίσω]], Δημ. 420. 10· ἀναβεβλημένος ἄνω τοῦ γόνατος καθίζειν, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ φαίνωνται τὰ γυμνὰ αὑτοῦ, Θεοφρ. Χαρ. 4: ― περὶ τῶν διαφόρων τρόπων καθ’ οὓς ἐφόρουν οἱ παλαιοὶ τὸ [[ἱμάτιον]] ἢ τὴν χλαῖναν, πρβλ. Ἑΐνδ. καὶ Σταλλβ. Πλάτ. ἔνθ’ ἀνωτ.: πρβλ. [[προσέτι]] ἀνωτ. Α. ΙΙΙ, ἀναβολὴ Ι. 2. IV. = ἐνεργ. ΙΙΙ. ἀναβάλλεσθαι μάχην, [[διακινδυνεύω]] μάχην, ἀμφίβ. ἐν Ἡροδ. 5. 49 ἀντὶ ἀναλαβέσθαι, ἴδε Schweigh. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |