Anonymous

ἀνακοινόω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0192.png Seite 192]] etwas mit einem zum Gemeingut machen, es ihm mittheilen, Ar. Lys. 1177; bes. um ihn um Rath zu fragen, τοῖς μάντεσι Plat. Legg. XI, 913 b; τοῖς θεοῖς Xen. An. 5, 9, 22; Hell. 7, 2, 20; τῷ θεῷ περὶ τῆς πορείας An. 3, 1, 5; vgl. Isocr. 1, 25. – Häufiger im med., einem etwas mittheilen, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ [[ὕδωρ]] Her. 4, 48; gew. um mit einem zu berathen, τινί, Plat. Lys. 206 b; Prot. 314 b; τινί τι, Lach. 179 e; Xen. Cyr. 5, 4, 15; An. 5, 6, 36; Dem. 34, 12 u. sonst; τινὶ [[περί]] τινος, Plat. Lach. 178 e. – Theogn. 73 hat den eigenthümlichen imper. ἀνακοινέο.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0192.png Seite 192]] etwas mit einem zum Gemeingut machen, es ihm mittheilen, Ar. Lys. 1177; bes. um ihn um Rath zu fragen, τοῖς μάντεσι Plat. Legg. XI, 913 b; τοῖς θεοῖς Xen. An. 5, 9, 22; Hell. 7, 2, 20; τῷ θεῷ περὶ τῆς πορείας An. 3, 1, 5; vgl. Isocr. 1, 25. – Häufiger im med., einem etwas mittheilen, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ [[ὕδωρ]] Her. 4, 48; gew. um mit einem zu berathen, τινί, Plat. Lys. 206 b; Prot. 314 b; τινί τι, Lach. 179 e; Xen. Cyr. 5, 4, 15; An. 5, 6, 36; Dem. 34, 12 u. sonst; τινὶ [[περί]] τινος, Plat. Lach. 178 e. – Theogn. 73 hat den eigenthümlichen imper. ἀνακοινέο.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />communiquer, faire part de : τινι [[περί]] τινος conférer avec qqn au sujet de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀνακοινόομαι]], [[ἀνακοινοῦμαι]] communiquer :<br /><b>1</b> mettre en commun : [[τῷ]] Ἴστρῳ τὸ [[ὕδωρ]] HDT mêler ses eaux à celles de l'Ister;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire part de : τινί [[τι]] faire part à qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κοινόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνακοινόω''': ἀνακοινῶ ὡς καὶ νῦν, τινί τι, Λατ. communicare aliquid cum aliquo, Πλάτ. Κρατ. ἐν ἀρχ. ([[διάφορος]] γραφή, ἀνακοινωσώμεθα). 2) ἀν. τινί, συμβουλεύομαί τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1177· ἀν. τοῖς μάντεσι Πλάτ. Νόμ. 913Β· ἀν. τοῖς θεοῖς [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 3. 1, 5· ἀν. τισι ὑπέρ τινος Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 133. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. παρκμ. ἀνακεκοίνωμαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 36: ― [[κυρίως]] συνενοῦμαι, εἶμαι ἐν συγκοινωνία· [[οὕτως]] ἐπὶ ποταμοῦ, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ [[ὕδωρ]] Ἡρόδ. 4. 48· [[οὕτως]], ἀν. τὸ [[ὕδωρ]] πρὸς τὴν πηγὴν Παυσ. 5. 7, 3, πρβλ. 8. 28, 3. 2) κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ. [[μεταδίδω]], τινί τι Θέογν. 73 (κατ’ ἀνώμαλ. προστακτ. ἀνακοίνεο)· Ξεν. Ἀν. 5. 6, 36, κτλ. ἀνακοινοῦσθαί τινι, συμβουλεύεσθαί τινα, Πλάτ. Πρωτ. 314Β. Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 8· πρὸς τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦται Θεόφρ. (;)· ἀπολ., βουλομένους ἀνακοινοῦσθαί τε καὶ ἐς λόγον ἐλθεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 470, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 349Α. ― Ἴδε Πιερσ. Μοῖρ. σ. 20 καὶ πρβλ. [[συμβουλεύω]].
|lstext='''ἀνακοινόω''': ἀνακοινῶ ὡς καὶ νῦν, τινί τι, Λατ. communicare aliquid cum aliquo, Πλάτ. Κρατ. ἐν ἀρχ. ([[διάφορος]] γραφή, ἀνακοινωσώμεθα). 2) ἀν. τινί, συμβουλεύομαί τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 1177· ἀν. τοῖς μάντεσι Πλάτ. Νόμ. 913Β· ἀν. τοῖς θεοῖς [[περί]] τινος Ξεν. Ἀν. 3. 1, 5· ἀν. τισι ὑπέρ τινος Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 133. ΙΙ. Μέσ., μετὰ παθ. παρκμ. ἀνακεκοίνωμαι Ξεν. Ἀν. 5. 6, 36: ― [[κυρίως]] συνενοῦμαι, εἶμαι ἐν συγκοινωνία· [[οὕτως]] ἐπὶ ποταμοῦ, ἀνακοινοῦται τῷ Ἴστρῳ τὸ [[ὕδωρ]] Ἡρόδ. 4. 48· [[οὕτως]], ἀν. τὸ [[ὕδωρ]] πρὸς τὴν πηγὴν Παυσ. 5. 7, 3, πρβλ. 8. 28, 3. 2) κατὰ πολὺ ὅμοιον τῷ ἐνεργ. [[μεταδίδω]], τινί τι Θέογν. 73 (κατ’ ἀνώμαλ. προστακτ. ἀνακοίνεο)· Ξεν. Ἀν. 5. 6, 36, κτλ. ἀνακοινοῦσθαί τινι, συμβουλεύεσθαί τινα, Πλάτ. Πρωτ. 314Β. Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 8· πρὸς τοὺς οἰκέτας ἀνακοινοῦται Θεόφρ. (;)· ἀπολ., βουλομένους ἀνακοινοῦσθαί τε καὶ ἐς λόγον ἐλθεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 470, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 349Α. ― Ἴδε Πιερσ. Μοῖρ. σ. 20 καὶ πρβλ. [[συμβουλεύω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />communiquer, faire part de : τινι [[περί]] τινος conférer avec qqn au sujet de qch;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[ἀνακοινόομαι]], [[ἀνακοινοῦμαι]] communiquer :<br /><b>1</b> mettre en commun : [[τῷ]] Ἴστρῳ τὸ [[ὕδωρ]] HDT mêler ses eaux à celles de l'Ister;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire part de : τινί [[τι]] faire part à qqn de qch.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[κοινόω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm