Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀντικρούω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0253.png Seite 253]] (s. [[κρούω]]), 1) zurückstoßen, Plat. Legg. IX, 857 b; Arist. pol. 2, 6, 8. – 2) intrans., entgegen sein, [[πρός]] τι, διὰ τὸν ἀντικρούσαντα πρὸς τὴν δόξαν [[αὐτοῦ]] φθόνον Plut. Cat. mai. 24; ἀντεκεκρούκει αὐτοῖς, es war ihnen mißglückt Thuc. 6, 46; ἀντέκρουσέ τε καὶ γέγονεν οἱον οὐκ ἔδει Dem. 18, 198.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0253.png Seite 253]] (s. [[κρούω]]), 1) zurückstoßen, Plat. Legg. IX, 857 b; Arist. pol. 2, 6, 8. – 2) intrans., entgegen sein, [[πρός]] τι, διὰ τὸν ἀντικρούσαντα πρὸς τὴν δόξαν [[αὐτοῦ]] φθόνον Plut. Cat. mai. 24; ἀντεκεκρούκει αὐτοῖς, es war ihnen mißglückt Thuc. 6, 46; ἀντέκρουσέ τε καὶ γέγονεν οἱον οὐκ ἔδει Dem. 18, 198.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀντέκρουσα;<br />être un obstacle pour, dat. <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc. : αὐτοῖς [[τοῦτο]] ἀντεκεκρούκει THC cela se trouvait avoir été pour eux une déception.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κρούω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντικρούω''': μέλλ. -σω, [[κρούω]] ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι [[κώλυμα]], [[παρέχω]] ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ [[οἷον]] οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες Πολυδ. Β΄, 9, 11.
|lstext='''ἀντικρούω''': μέλλ. -σω, [[κρούω]] ἐπί τινος, συγκρούομαι. 1) ἐπὶ φυσικῆς ἐννοίας, ὀλίγα... τὰ ἀντικρούοντα αὐτοῖς Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 6, 2· ἀπολ., ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 1. 1, 45, καὶ ἀλλαχοῦ, ἀντ. Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἀσπὶς ἀσπίδι Λιβάν. 4. 542 2) κατὰ γενικὴν ἔννοιαν, αὐτοῖς τοῦτο... ἀντεκεκρούκει, ἦτο ἐμπόδιον εἰς αὐτούς, ἀντενήργει κατ’ αὐτῶν, Θουκ. 6. 46· ἀντ. ταῖς συμβουλίαις Πλουτ. Ἀγησ. 7· ἀντ. [[πρός]] τι ὁ αὐτ. Κάτ. πρεσβ. 24: - ἀπόλ., ἀποδεικνύομαι [[κώλυμα]], [[παρέχω]] ἐμπόδιον, ἀντέκρουσέ τι καὶ γέγον’ [[οἷον]] οὐκ ἔδει Δημ. 294. 20· ἐὰν ἀντικρούσῃ τις Ἀριστ. Ρητ. 2. 2, 9· ἀντέκρουον αἱ γυναῖκες Πολυδ. Β΄, 9, 11.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀντέκρουσα;<br />être un obstacle pour, dat. <i>ou</i> [[πρός]] et l'acc. : αὐτοῖς [[τοῦτο]] ἀντεκεκρούκει THC cela se trouvait avoir été pour eux une déception.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κρούω]].
}}
}}
{{grml
{{grml